Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2009

Ποίηση Ελένης Γκίκα,


Εγώ αντέγραψα ποιήματα! Εσείς διαβάστε την αρχή και τα σχόλια, εδώ!

ΑΝ ΕΒΡΙΣΚΕ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ

55) ΑΝ ΕΒΡΙΣΚΕ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ

Να πάει κάπου να χωθεί
μονάχα ετούτο θέλει
χνουδάκι να γίνει
φύκι, όστρακο, ρείκι
χαμομήλι
να την αγγίζουν
να την πατούν
να την αφήνουν ήσυχη
έτσι να τους περνάει
δίπλα σαν φάντασμα
να μη μιλά
να μη γελά
να μην παίζει πια
ρόλο κανένα
Ο εαυτός της
ένα τίποτα ανακουφιστικό
Να πάει κάπου να χωθεί
πετρούλα θέλει να ‘ναι
ένα με την ξερολιθιά
να γκρεμιστεί με τον τοίχο
του αγίου Κάποτε
ή Ποτέ
Ήσυχη θέλει να είναι
δηλαδή Καμία
να μη χρειάζεται να γράφει
ιστορίες αμήχανες για να χάνεται
να μη χρειάζεται
το τραύλισμα στο ποίημα
να την ακούσει ο Θεός
και να την λυπηθεί
δίχως αυτή τη μάταιη
προσευχή της
Ν’ αναπαυτεί
χωρίς χαρτί
και δίχως άχρηστα λόγια
Να καταλάβει τι ψελλίζει
δίχως ποτέ της να το πει
στη νέα γλώσσα
την ανείπωτη
Να δει το γράμμα που αγνοεί
να σχηματίζεται
επάνω στο χαρτί
Αχειροποίητο
Και ας πεθάνει εν ανάγκη
ας στερηθεί τα πάντα
αφού έχει στερηθεί
έτσι φλύαρη βουβή
ήδη τα πάντα.

Αν έβρισκε το γράμμα….

Παρασκευή 25 Αυγούστου 2006

ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΤΟΠΤΡΟΥ

54) ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΤΟΠΤΡΟΥ

Πίσω απ’ το τζάμι
πρωταντίκρισε τον κόσμο
είναι δεν είναι
σαν παράσταση,
μυθιστόρημα,
όνειρο.
Πίσω απ’ το τζάμι
διάβασε τα πρώτα της
βιβλία
ψέμα, αλήθεια,
παράλληλο σύμπαν,
κόσμε μου.
Πίσω απ’ το τζάμι
έζησε μια ζωή
όπως έμαθε
να βλέπει
έρωτες, κόσμο, χρόνο,
χάδια να περνούν
Μονάχα τις ρυτίδες της
είδε ξαφνικά
μπροστά στον καθρέφτη.
Προτίμησε το τζάμι.

Είναι η θέμα, όπως και να το κάνεις, καλύτερη.


Παρασκευή 25 Αυγούστου 2006

3 Δεκέμβριος 2009 8:12 πμ

ΒΑΣΑΝΙΣΜΕΝΗ ΕΛΠΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

53) ΒΑΣΑΝΙΣΜΕΝΗ ΕΛΠΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Απ’ το πρωί καθαρίζει
τις τύψεις, πρώτα,
σε βάθος’
Αλλού να πάτε
εδώ στερήσατε μια ζωή.
Τη νοσταλγία, κατόπιν.
με τόσο παρελθόν
πού να προλάβει
το αμήχανο παρόν
να ξεμυτίσει.
Άφησε την ελπίδα
τελευταία.
Την πιο σκληρή.
Αν έλειπε αυτή
δεν θα ‘χε σπάσει
τόσες φορές τα μούτρα της
κάτι θα είχε ζήσει
δεν θ’ άφην’ έτσι τον καιρό
άμμο, νεράκι, αεράκι
να κυλήσει.
Αυτήν θα τιμωρήσει περισσότερο
κρατώντας την φυλακισμένη
ως το τέλος.
Συνήθισε εξάλλου.

Πού να πηγαίνει πια χωρίς αυτήν….

Παρασκευή 25 Αυγούστου 2006

ΕΡΑΣΤΗΣ ΣΚΥΛΟΣ

ΕΡΑΣΤΗΣ ΣΚΥΛΟΣ

Ήταν γραπωμένος στη φούστα της
διέκρινε στα μαύρα μάτια του όλη την αγωνία
μάτια πιστά, εξαρτημένα
μ’ όλη την πίκρα της ανάγκης του
Αυτή το Φως,
Αυτή, Νερό
Αυτή, η αρχέγονη Πείνα του’
μια λαιμαργία υπαρξιακή
γι’ αυτό το πεταμένο κόκαλό της
για ένα της κόκαλο
δαντέλα έγινε στη φούστα της
κι αυτή να επιμένει
«στενός κορσές» πως είναι.
Στενεύει η αγάπη, άραγε;
Τη σκέψη της να φύγει
την κατάλαβε από τον κυματισμό
τη μύρισε στην μπροστινή της πιέτα
σα να σφύριξε ούριος άνεμος
τώρα θα τον αφήσει με τη φούστα σαν πανί
να βολοδέρνει
Κι αυτή γυμνή
ούτε το ύφασμα
ούτε και το παράσιτο,
αυτά τα πιστά μαύρα
αναγκεμένα μάτια
σαν του δαρμένου σκύλου

Πέμπτη 20 Ιουλίου 2006, 2η μέρα στις Εκατό Χουρμαδιές

3 Δεκέμβριος 2009 8:09 πμ

O ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ

O ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ

Το πιο ωραίο τοπίο του κόσμου
είν’ ένα ον παράξενο’
το Α Μπάο Α Κου.
Ζει στη σκάλα του Πύργου της Νίκης
και περιμένει επισκέπτες στο κατώσκαλο.
Ελπίζει να είναι αθώοι και τολμηροί
για ν’ ανέβουν.
Στηρίζεται στο ότι δεν αφήνουν
πράγματα στη μέση να συνεχίσουν.
Αλλά για τη Νιρβάνα τους
δεν προσδοκεί
Συνήθως κουτρουβαλάει ζαρωμένο
και ούτε γάτα, ούτε ζημιά
σα να μην πέρασε καν απ’ αυτό τον κόσμο.
Το συναντάμε στο «βιβλίο των φανταστικών όντων»
κι είναι θρύλος του «Περί της Μαλαίας Μαγείας»
Στο πέρασμα των αιώνων το
Α Μπάο Α Κου έφτασε στον εξώστη του Πύργου, λένε,
μόνο μια φορά
Ένας το είδε
γαλάζιο να λάμπει σαν άστρο
τόσο πολύ
με μιαν αφή ροδάκινου
Κι αν φθάρηκαν τα σκαλοπάτια
από ορδές προσκυνητών
μονάχα ίχνη συνάντησαν οι πιο τυχεροί
και μια παράξενη γαλάζια φωτιά
ν’ αναβοσβήνει.

Όμως ποτέ δεν ήταν αρκετή.

Δευτέρα, 6 Μαρτίου 2006, Καθαρά Δευτέρα

3 Δεκέμβριος 2009 7:56 πμ



Το πιο ωραίο τοπίο του κόσμου
είν’ ένα ον παράξενο’
το Α Μπάο Α Κου.
Ζει στη σκάλα του Πύργου της Νίκης
και περιμένει επισκέπτες στο κατώσκαλο.
Ελπίζει να είναι αθώοι και τολμηροί
για ν’ ανέβουν.
Στηρίζεται στο ότι δεν αφήνουν
πράγματα στη μέση να συνεχίσουν.
Αλλά για τη Νιρβάνα τους
δεν προσδοκεί
Συνήθως κουτρουβαλάει ζαρωμένο
και ούτε γάτα, ούτε ζημιά
σα να μην πέρασε καν απ’ αυτό τον κόσμο.
Το συναντάμε στο «βιβλίο των φανταστικών όντων»
κι είναι θρύλος του «Περί της Μαλαίας Μαγείας»
Στο πέρασμα των αιώνων το
Α Μπάο Α Κου έφτασε στον εξώστη του Πύργου, λένε,
μόνο μια φορά
Ένας το είδε
γαλάζιο να λάμπει σαν άστρο
τόσο πολύ
με μιαν αφή ροδάκινου
Κι αν φθάρηκαν τα σκαλοπάτια
από ορδές προσκυνητών
μονάχα ίχνη συνάντησαν οι πιο τυχεροί
και μια παράξενη γαλάζια φωτιά
ν’ αναβοσβήνει.

Όμως ποτέ δεν ήταν αρκετή.

Δευτέρα, 6 Μαρτίου 2006, Καθαρά Δευτέρα

3 Δεκέμβριος 2009 7:56 πμ

ΡΩΓΜΕΣ ΣΕ ΣΩΜΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ

ΡΩΓΜΕΣ ΣΕ ΣΩΜΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ

Το γράμμα που λείπει
γεύση από λύπη
αφή που χάθηκε
αφού οι ρώγες στα δάχτυλα κάηκαν
κι ούτε δακτυλικό αποτύπωμα πια
στη ζωή μου απ’ το κορμί σου
μονάχα μια εξορία- ξενητιά
κι ο πόνος, ακαθόριστη οδύνη
Κι όμως κάποτε πέρασε απ’ τη ζωή μου η ηδονή
κι είχε το πρόσωπό σου.
ό,τι κάποτε είχα σώμα, ψυχή
πέρασες και το πήρες φεύγοντας
κι εκεί που ήταν κάποτε
χέρια, πόδια και στήθη
τώρα μόνον ρωγμές πια και μυικοί πόνοι

Αλήθεια αν ξαναρχόσουν
πώς θα σε γνωρίσω;

Σάββατο 4 Μαρτίου 2006, Β’ Ψυχοσάββατο,
Του Σπύρου για να βρει τον δρόμο και να ‘ρθεί.

3 Δεκέμβριος 2009 7:55 πμ

ΜΙΑ ΣΟΚΟΛΑΤΑ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

ΜΙΑ ΣΟΚΟΛΑΤΑ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

Ήρθες
σαν σοκολάτα στο σκοτάδι
με ηδονή
και ενοχές
όπως είχα συνηθίσει
να παίρνω εγώ την ευχαρίστηση
Έμεινες
όσο κρατούν τα πρωτοβρόχια
πλημμύρες
τ’ ακατάσχετα νερά
Ύστερα
άρχισαν και οι ξηρασίες
σαν τον φιλάργυρο
έκρυψα κάποια κομματάκια
σοκολάτα υγείας
πικρή αυτή τη φορά
πού να χορτάσουν
την απληστία στο σκοτάδι
άβυσσος η ζωή
κάτω απ’ τα πόδια
και περνά
κι εσύ να λειώνεις
Σαν τον χιονάνθρωπο που κάποτε
μου τραγουδούσες
έφευγες
κι έλειωνες
κι εγώ να προσπαθώ να σε κρατήσω
με τη γεύση…

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2006

ΤΙ ΝΑ ΣΟΥ ΚΑΝΕΙ ΜΙΑ ΣΤΑΓΟΝΑ ΌΤΑΝ ΔΙΨΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΩΚΕΑΝΟ

ΤΙ ΝΑ ΣΟΥ ΚΑΝΕΙ ΜΙΑ ΣΤΑΓΟΝΑ
ΌΤΑΝ ΔΙΨΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΩΚΕΑΝΟ

Τίποτε από μένανε δεν σου ‘φτασε.
Ό,τι κι αν έκανα, ήταν το ελάχιστο
μια τόση δα σταγόνα
σε σένα που διψούσες θάλασσες
αλλά κι εγώ
στην ξηρασία μου μαράθηκα
ζητούσαμε ακριβώς το ίδιο
κάποιος για την αγάπη
να πεθάνει.
Έτσι πεθάναμε κι οι δυο.

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2006
ανήμερα των Φώτων,

3 Δεκέμβριος 2009 7:54 πμ

ΧΟΡΟΣ ΜΕ ΤΗ ΣΚΙΑ ΜΟΥ

ΧΟΡΟΣ ΜΕ ΤΗ ΣΚΙΑ ΜΟΥ

Μαζί ανοίγουμε
μαζί τον κλείνουμε τον χρόνο
Χορός με την σκιά μου, καθημερινός
Χωρίς εσένα
ούτε χορός
ούτε εαυτός
ένα άδειο σακί, μονάχα
σε μιαν έρημο
Ποτέ δεν θα σ’ αφήσω
για να ζήσω’
να πω ότι έζησα κάποτε
και τώρα σε θυμάμαι
κι είναι σα να ‘σαι εδώ
Είσαι εδώ’
για να ανοίξουμε μαζί
κι αυτό τον χρόνο.
μπουκάλι
στον αιώνιο ωκεανό.

Μαζί θα ταξιδεύουμε…


Πρωτοχρονιά 2006

3 Δεκέμβριος 2009 7:52 πμ

Η ΚΕΝΤΡΟΜΟΛΟΣ ΚΑΡΔΙΑ

Η ΚΕΝΤΡΟΜΟΛΟΣ ΚΑΡΔΙΑ

Φοράω κόκκινα
Και μη σκεφτείς πως
Δεν σε πένθησα’
Φοράω κόκκινα για να ‘ρθεις.
Σα δέντρο με φωτάκια
Στάθηκα
Στη μέση του πουθενά
Έναν ολόκληρο χρόνο.
Την πλάτη σου έβλεπα
Όλο ν’ απομακρύνεται
Κι εγώ στο χάος
Πέρα απ’ τον άξονά μου.
Αλλά τα φετινά Χριστούγεννα
Η κεντρομόλος καρδιά μου
Σε ξανάφερε
Καλοντυμένο, σκοτεινό
Μ’ εκείνη την γνωστή
Καμπαρτίνα της απόγνωσης
Να ‘ρχεσαι προς την ιστορία μου.
Γι’ αυτό άνθισα κόκκινα
Για να με δεις, επιτέλους, και να μείνεις!

Πρωτοχρονιά 2006 (γράφοντας τον «Υγρό Χρόνο»)

ΕΝΑ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ

ΕΝΑ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ

Σήμερα,
Ακριβώς σαν σήμερα,
Που είχε γεννηθεί η μάνα σου,
Που από σύμπτωση γεννήθηκε η Μαρία,
Σαν σήμερα,
Ακριβώς σαν σήμερα,
Που κι ο Χριστός γεννάται κάθε χρόνο
Εσύ, επέλεξες να ξεκινήσεις
Για την έξοδο
Σήμερα,
Σηματοδοτώντας θάνατο
Ή μια άλλους είδους γέννα
Που ως καταδικασμένα γήινη
Ούτε μπορώ να καταλάβω.
Σήμερα,
Ακριβώς σαν σήμερα,
Με την μεγάλη έξοδο,
Ανήμερα του Αη Γιαννιού,
Ακριβώς δεκατέσσερις ημέρες,
πες δεκαπέντε με το ξόδι.
Ούτε το έβλεπα καν
Γι’ αυτό κι επέτρεψα αυτό να σου συμβεί
Μόνος σου!
Σ’ εκείνο το φωτεινό κι αβέβαιο τούνελ
Στο σκοτεινό μου τούνελ μιας ιστορίας
Μόνη κι έρημη εγώ.
Να ξαναμπώ στην ιστορία θέλω
Μήπως και μέσα απ’ αυτή
Το κατορθώσουμε να αποχαιρετιστούμε σωστά
Αυτή τη φορά
Μήπως μπορέσουμε κι εξηγηθούμε
έστω για μια φορά οι δυο μας
Δεν έχω άλλον τρόπο- ραντεβού
Θα ξεκινήσω λοιπόν εγώ για να σε βρω
Σήμερα
Τώρα
Αμέσως
Πάμε!
Να ‘ρθεις
Γιατί δίχως εσένα
Αυτή η ζωή, ζωή δεν είναι.

25 Δεκ. 2005 αρχίζοντας τον «Υγρό Χρόνο»

3 Δεκέμβριος 2009 7:44 πμ

ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΧΑΡΤΙΝΟ ΗΡΩΑ ΤΗΣ

ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΧΑΡΤΙΝΟ ΗΡΩΑ ΤΗΣ

Αρχίζει να το αισθάνεται πως
πλησιάζει η ιστορία
Από αυτό τον ανεπαίσθητο
μικρό εκνευρισμό
Από τον τρόπο που επείγεται
να γίνει Κυριακή για να
κλειστεί στο σπίτι.
Από τον τρόπο που
Σφαλίζει τα παντζούρια
Από το χέρι έτσι
όπως σφίγγει το στυλό
Από τους εφιάλτες
τη νύχτα.
Από εκείνη τη γλυκιά χαύνωση όποτε
σκέφτεται εκείνο τον άγνωστο άντρα που
δεν γίνεται παρά μονάχα στο χαρτί
να συναντήσει
Γι’ αυτό και βιάζεται
γι’ αυτό το ραντεβού
Στο μεταξύ, καθόλου
δεν την αφορά η ζωή
Παρά μονάχα
ως προοπτική
να δει αυτοί οι δύο, εν τέλει,
πού θα καταλήξουν.

Δική της θα είναι, βεβαίως, η ιστορία
Αλλ’ όμως το φινάλε αυτός θα το σφραγίσει
Γι’ αυτό κι επείγεται
για να την γράψει
να τον αγγίξει, επιτέλους, στο πρώτο ραντεβού.

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2005, λίγο πριν αρχίσει η καινούργια ιστορία (ο «Υγρός Χρόνος»)

ΤΑ ΧΙΛΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

ΤΑ ΧΙΛΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Και θα ξανάρχεσαι
Με χίλια πρόσωπα
πότε σαν ένας γέρος ζητιάνος
έξω απ’ τη στάση του μετρό
κάποτε σαν ένα ζωηρό αγόρι
που γρατζουνά στην παιδική χαρά
τα γόνατά του
κι άλλοτε σαν αυτόν
τον γοητευτικό γιατρό
μια βροχερή Κυριακή στο Πανόραμα.
Εσύ τον έστειλες να μου χαμογελάσει
να μου υπενθυμίσει πως
ξανάρχεσαι
πως κάπου εδώ τριγύρω είσαι
δεν μπορεί
έτσι ξαφνικά κι απαρέγκλιτα
έτσι «για πάντα»
να χάθηκες
Εσύ που ήσουν το
κέντρο του σύμπαντος κόσμου
το φως, η σκιά μου
η σκιά σου
πάντοτε και παντού
βαριά
και καθοριστική,
μεγαλειώδης.

Να μου ξανάρχεσαι.

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2005

3 Δεκέμβριος 2009 7:42 πμ

ΤΑ ΑΝΟΙΧΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ

ΤΑ ΑΝΟΙΧΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ

Για να σε θυμηθεί
βρίσκεται εδώ
είκοσι μέτρα σε μια τρύπα
κάτω απ’ τη γη
ζηλεύει το χώμα
που σε σκέπασε
ποθεί τα λουλούδια
εκείνα τα άσπρα γαρίφαλα
και ύστερα τις ντάλιες
που σου ‘φερε μετά
φυσάει σαν τον φιλάργυρο
τα σεντόνια σας
και στο παράθυρο
όλο κοιτά
τα σφαλισμένα σου παντζούρια.
Μόνο στο όνειρο ανοίγουνε
Γίνονται πάλι όπως τα ξέρει’
Φωτεινά.
Γι’ αυτά τα σφαλισμένα σου
παράθυρα
βρέθηκε εδώ για να μιλήσει
απόψε
εκείνη, θα τ’ ανοίξει πάλι
τα παράθυρα
κι αν χρειαστεί
θα χτιστεί κι η ίδια
σ’ αυτή τη νέα
χάρτινή της ιστορία.

Αλλ’ όμως τα παράθυρα
θ’ ανοίξουν
οπωσδήποτε

Παρασκευή 8 Ιουλίου, 2005, μεσημέρι

ΤΟ ΘΑΥΜΑΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟΥ

ΤΟ ΘΑΥΜΑΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟΥ

«όλα λάμπουν, σου λέω, όπως τα μάτια σου όταν ξέρω
πως θέλεις να μου γλύψεις τα χείλη».
Ακόμα τη θυμάσαι, σε ρώτησα’
μα όμως ποτέ δεν την ξέχασα’
ούτε κι εδώ που ήρθα πια
και θα μείνω.
Εδώ θα μείνω. Εδώ που ήρθα’
για πάντα.
«Θεέ μου, πώς λάμπουν όλα! Όπως όταν ήμουν παιδί.
Να πέσω στα γόνατα;»
Μα είσαι στα γόνατα!
Πώς να στο πω’ στα γόνατα
θα είσαι για πάντα.
Κι αυτό το ερωτηματικό
έχει γίνει θαυμαστικό εδώ και καιρό.

Δευτέρα 5 Δεκ. 2005, Θεσσαλονίκη, Πανόραμα

3 Δεκέμβριος 2009 7:41 πμ

ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΜΙΣΟΤΕΛΕΙΩΜΕΝΟ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟ

ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΜΙΣΟΤΕΛΕΙΩΜΕΝΟ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟ

Όλοι σε κλάψαμε.
Και ο καθένας μας, για κάτι άλλο.
Άλλος, γιατί ήσουν φίλος καρδιακός
Οι περισσότεροι, γιατί ήσουν ο γιατρός τους
Εκείνη η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά
επειδή ήσουν ο άντρας της
Οι συγγενείς, επειδή «έτσι είθισται»
Οι γείτονες, επειδή φοβήθηκαν
αν δεις φωτιά στου γείτονα το σπίτι…
Κανένας δεν μπορούσε, όμως, να καταλάβει γιατί πλάνταζα
Γιατί σαν την τρελή μαζεύω ακόμα,
χρόνια, μήνες, μέρες,
σπυρί- σπυρί και σαν το ζητιανάκι από παντού
και πού να φανταστούν εξάλλου
τον ολοφυρμό της μισοτελειωμένης κίνησης
Όχι, δεν αποχαιρετιστήκαμε σωστά.
Κι ετούτο τον καημό, κανένας δεν θα μπορέσει
τελικά να καταλάβει.

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2005
Η τέταρτη μέρα μετά από την φυγή του Σπύρου.

3 Δεκέμβριος 2009 7:40 πμ

B’ ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ

B’ ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ

Τώρα θα κλείνεις το ιατρείο
και θα γυρίζει το κλειδί στην πόρτα.
Να ‘ξερες τι λαμπερά αστέρια
βρίσκονται εδώ στην εξοχή
Να βλέπεις που να πέφτουνε
και να μη προλαβαίνεις τις ευχές
Άσχετ’ αν πιάνουνε.
Πάντως, εσύ, όλο εύχεσαι
το Απραγματοποίητο
είναι ο πιο ισχυρός υποθετικός λόγος.

Τώρα γυρίζεις το κλειδί στην πόρτα
πώς ανεβαίνει ο πολυέλαιος στον ουρανό
επάνω δεξιά τρία τέταρτα φεγγάρι
και κάτω ταψί,
λάμπες, λαμπάκια, ένας ολόκληρος γαλαξίας που
αναλήφθηκε στον ουρανό
μαζί με όλα μας τα σχέδια,
μια οφθαλμαπάτη
Ακόμα κι οι φωτογραφίες
μας προδώσανε
Και όσο για τα γράμματα
λες «τα ‘γραψα?»
και τα διαβάζεις πια σαν άλλη.
Όπως και το βιβλίο της ζωής.
Σαν άλλη το αντικρίζεις.

Κι ας το έγραψες!

Τετάρτη 25 Αυγούστου 2004, Μαραθώνας, πίνοντας Τζιν Τόνικ

3 Δεκέμβριος 2009 7:38 πμ

«Υποθετικό Ποίημα»

Μαραθώνας, Αύγουστος 2004


«Ποιος ξέρει τι αναλογιζόταν ο Θεός
Καθώς κοίταζε το ραβίνο του στην Πράγα;»
Χ.Λ.Μπόρχες «Το Γκόλεμ»

«Αχρήστεψες τα χρόνια και σ’ αχρήστεψαν,
Κι ακόμα, ακόμα, δεν έχεις γράψει αυτό το ποίημα».
Χ.Λ.Μπόρχες «Ματθαίος ΚΕ! 30)

«Σε τούτη την ολέθρια βραδιά με οδηγούσε
ο λαβύρινθος φτιαγμένος από βήματα
που οι μέρες μου τον πλέκουν από κάποια
μέρα που ήμουν παιδί. Βρήκα επιτέλους
τ’ απόκρυφο κλειδί των χρόνων που ‘ζησα,
τη μοίρα του Φραγκίσκο ντε Λαπρίδα,
το γράμμα που ‘λειπε, το τέλειο σχήμα
που γνώριζε ο Θεός απ’ την αρχή:
στης νύχτας τούτης τον καθρέφτη βρίσκω
το αιώνιο πρόσωπό μου που αγνοούσα.
Να κλείσει τώρα ο κύκλος αναμένω».
Χ.Λ.Μπόρχες «Υποθετικό Ποίημα»

3 Δεκέμβριος 2009 7:35 πμ

ΑΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

56) ΑΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

Αχειροποίητο να ‘ναι
το ποίημα
έτσι ήθελε’ σαν εικόνισμα.
Μονάχα που αγνοούσε τι να κάνει.
Αν έκοβε τις φλέβες της;
αν περπατούσε όλη τη νύχτα στο βουνό;
αν σκότωνε έναν άντρα;
αν πέρναγε εκείνο το ποτάμι;
Στην άλλη όχθη
στη στέρηση
στο πέρα απ’ το βουνό
στο επέκεινα
θα έβλεπε το ποίημα;
Σαν πινακίδα από νέον στον ουρανό
Σαν το ουράνιο τόξο μετά την καταιγίδα.
Την καταιγίδα, όμως, θα πρέπει
πρώτα να περάσει’
να διασχίσει αστραπές
να κλείσει στις βροντές
τ’ αυτιά της
ν’ αντέξει τη νεροποντή
Κι έτσι βρεμένη, τρομαγμένη
και ολόφωτη να δει το γράμμα
Μέσα απ’ το μοβ
το κίτρινο
το ροζ…
Εκείνη στο ροδί πάντα θα ποντάρει
να δει να σκάει η τύχη
μια και δυο φορές
Την τρίτη, θα τα χάσει όλα
αλλά θα ‘χει δει το ποίημα.
Ένα ξένο, τελικά, ποίημα,
εκεί ψηλά στον ουρανό.

Αλλά μήπως και το ουράνιο τόξο
ήτανε δικό της;

Παρασκευή 25 Αυγούστου 2006

3 Δεκέμβριος 2009 8:13 πμ

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2009

Άνοιξε και μας περιμένει!

01/12/2009

Οι σπασμένοι κανόνες

«Τα φιλιά σου είναι φωτιά,

Το κορμί σου, πυρκαγιά,

Μεσ’ τα μάτια σαν με κοιτάς,

Ανάβει ο σεβντάς…»

Γιατί, όταν τ’ ακούω από τον Αγγελόπουλο εκνευρίζομαι, και τώρα ριγώ με την φωνή της κι αυτήν απέναντι;

Γιατί, ενώ μου κατακερματίζει το «Amsterdam” του Ζακ Μπρέλ, είναι σα να τ’ ακούω για πρώτη φορά; Πώς γίνεται, κάθε φορά που την ακούω στο “Gloomy Sunday” να με καθηλώνει;

Είναι Τρίτη βράδυ, πρέπει να έχω πάνω από 38, 39 πυρετό, στο Παλλάς, κι έχει περάσει από την προηγούμενη φορά που την είδα ακριβώς στον ίδιο χώρο, περίπου ένας χρόνος.

Έχει παχύνει εμφανώς. Και κάτι δεν πάει καλά στα ηχητικά εμφανώς, είπε δυο τρεις φορές «φακ» στο πιάνο.

Κι όμως, γιατί όσο κρατά το τραγούδι, εγώ ξεχνάω να βήξω;

Πώς κατορθώνει να σταματά τον χρόνο κι ούτε ένας δεν θέλει να τελειώσει κάποια στιγμή όλο αυτό;

Η Diamanda Galas, με μανιάτικες ρίζες και κανόνες – μετά τον θάνατο του αδελφού της από έιτς- σπασμένους, άρχισε να κάνει πια την δική της προσωπική μουσική, ακολουθώντας έναν μοναχικό και απάτητο δρόμο.

Πριν απ’ αυτό το καθοριστικά μοιραίο γεγονός, ήταν μια από τις σημαντικότερες σολίστες πιάνου στον κόσμο. Με φωνή Θεού ή θηρίου που δεν αρκούσαν για να μετρηθεί όλης της κλίμακας οι οκτάβες.

Μετά απ’ αυτό, η μουσική και η φωνή, ο κόσμος της, τόσο μοναδικά κατακερματισμένος.

Τραγουδούσε μόνον όσα την ενέπνεαν. Μελοποιούσε, όσα την καίνε. Άλλοτε λύκαινα στην αρρένα, κάποτε κόρη φεύγουσα που θρηνεί κι αποχαιρετά: με μανιάτικα μοιρολόγια και με τραγούδια ερωτικά την απώλεια.

Την απώλεια, που η ίδια εδώ στο Παλλάς φαίνεται να έχει υποδεχθεί πριγκιπικά. Κατορθώνοντας το ασύλληπτο, τελικά, στο τραγούδι: μια γυναίκα με μαύρα κι ένα πιάνο με ουρά, να υλοποιεί λέξεις και νότες. Γιατί όταν η Diamanda λέει «καίγομαι» σ΄αγγίζει η φλόγα. Κι ας είναι άγνωστη γλώσσα- λέξη για σένα. Κι όταν τραγουδά «θάλασσα πλατιά», σε παίρνει το κύμα.

Κι όσο περνά ο καιρός, φαίνεται να το κατορθώνει το ακατόρθωτο, τελικά.

Ναι, τώρα που το σκέφτομαι δεν ανάσανα καν, όσο διήρκεσε όλη αυτή η μυσταγωγία. Στο δρόμο για την επιστροφή, έβηχα συνεχώς. Εξόριστη λες από μουσική Κόλαση ή Παράδεισο.

Δημοσιεύτηκε στο Έθνος της Κυριακής

Υγ. Ντιάκι- Penelope και Ιουστινάκι, σχόλια δεν θέλατε? Ε ανοίξαμε, κάνετε παιχνίδι!
Ριτς??? Κατερίνα? Μόχα, έγραψες χρυσό μου?

2 σχόλια:

alef είπε...

Mohaki μου γλυκό επειδή εδώ δεν... δεν παίρνεις από το f.b. όπου για ευνοήτους λόγους τα καταφέρνω, κανένα μεσιέ Μπρελ στο επίμαχον άσμα και την Ντιαμάντα μας σε κανα... Καίγομαι (και ψήνω στον πυρετό) λέμε τώρα! Μόχα! Ξύπνα, εγώ νοσώ εσύ τέκνον, κοιμάσαι???

alef είπε...

Α και Καλό Μήνα! Μη ξεχνιόμαστε! Κόρες, έτσι και δεν το πάρετε είσηση που λυσσάξατε στο fb πως σας τα άνοιξα τα σχόλια, θα σας τα ξανακλείσω (διότι σημαίνει ότι δεν με διαβάζετε) (που δεν με διαβάζετε) σμουτς (άλεφ εκτός... τάφου) (λέμε τώρα) (αλλά σε λίγες μέρες όμως?) (πλάθω πλάθω κουλουράκια με τα δυο μου τα χεράκια και Νεφέλη και Ντανιέλα, αμέ!) (ροζ!) (Ναι καλέ! Κουλουράκια ροζ!)

Μ' άρέσει!

30/11/2009

Άπτερος έρως....

Αν αγαπάμε την ιδέα, ε μα ναι, μια ιδέα είναι όλα


«Η ΕΒΡΑΙΑ ΝΥΦΗ» του Νίκου Δαββέτα. Εκδ. «Κέδρος», σελ. 231

«Κι όμως, έλεγα ψέματα. Ακόμη και σε μένα. Προπάντων σε μένα. Σήμερα πια το ξέρω, ήμουν ερωτευμένος με την αδυναμία της, την ευθραυστότητά της, μ’ εκείνο το τρομαγμένο παιδί που έκρυβε μέσα της και προκαλούσε τους ενήλικες φορώντας τα μεταξωτά εσώρουχα της μαμάς του. Εξάλλου, ποτέ δεν αγαπάμε κάποιον. Συνήθως αγαπάμε την ιδέα που σχηματίζουμε για κάποιον. Και η ιδέα που είχα σχηματίσει μες στο μυαλό μου για την «άπτερη» Νίκη ήταν περισσότερο ελκυστική από την οποιαδήποτε αρτιμελή εικόνα της». Την ιδέα που σχηματίζουμε για τον άλλον αγαπάμε και με τον πληγωμένο, παιδικό εαυτό μας, μάλιστα. Έτσι αγαπήθηκε η ηρωίδα από τον ήρωα, δυο παρομοίως τραυματισμένα παιδιά από γονείς, όμως τόσο διαφορετικούς εκ πρώτης όψεως. Κι έτσι καθ’ όλη την διάρκεια του βιβλίου, η συνεχής και πυρετώδης μεγάλη αναμέτρηση: εκείνης με τον πατέρα, εκείνου με τον δικό του πατέρα, του εβραίου ψυχαναλυτή με τον πατέρα της και τον πατέρα του. Και με το παρελθόν και την πιο σκοτεινή σελίδα της Ιστορίας διαρκώς παρούσα. Αινιγματική και βουβή σα σφίγγα, σαν την «Εβραία νύφη» στον πίνακα του Ρέμπραντ. Όπως και η χαμένη μητέρα σ’ ένα κατεστραμμένο τάφο. Μικρές ζωές που φέρουν το μεγάλο ιστορικό βάρος. Αβάσταχτο για τους πλέον ευαίσθητους κι ευάλωττους τελικά. Αμαρτίες γονέων που στερούν από τη Νίκη, τα φτερά της.
Για τις δικές μας, πρώτ’ απ’ όλα, άγρυπνες νύχτες…
άγρυπνη νύχτα μου…

Αρχειοθήκη ιστολογίου