Όταν φτάνει, επιτέλους, στο εκκλησάκι έχει μουσκέψει ολόκληρη απ’ τη βροχή. Η πόρτα, ανοιχτή. Λες και την περιμένει. Μισοασβεστωμένοι οι τοίχοι, οι άγιοι σβηστοί. Μονάχα δυο αναμμένα καντήλια. Κανένα κερί. Σκύβει σκαλίζοντας τα σκουπίδια. Βρίσκει πέντε μισοκαμένα. Ένα γι’ αυτήν. Το ανάβει απ’ το αριστερό καντήλι. Το χώνει στο χώμα, ψιθυρίζει «μαμά» τρυφερά και σιγά, λες κι είναι εκεί. Ανάβει το δεύτερο, Άγγελε, σκέφτεται. Ήταν πάντα στη σκέψη της. Και τώρα, είναι σχεδόν βέβαιη, ναι, μπορεί να τον επικαλεστεί. Κι αν είναι κάπου,
αν είναι κάπου,
θα ‘ρθεί.
Εκείνο για τον πατέρα το βάζει ακριβώς κολλητά στο δικό της. Δεν τελειώνουν με τον θάνατο οι σχέσεις, όταν οι άνθρωποι δεν έχουν εξηγηθεί, συγχωρεθεί. Το επόμενο είναι για τον πατέρα του. Ίσως τώρα που γύρισε, να μπορέσει να καταλάβει κάποια στιγμή.
Ίσως κάποια στιγμή να μάθει, τότε, τι είχε συμβεί.
Και σκόρπισαν έτσι στον άνεμο οι ζωές τους.
Το τελευταίο κερί είναι για τη γιαγιά. «Γιαγιάκα μου» προσεύχεται στ’ όνομά της. Από μικρό παιδί.
σελ. 62-63
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Για τις δικές μας, πρώτ’ απ’ όλα, άγρυπνες νύχτες…
άγρυπνη νύχτα μου…
άγρυπνη νύχτα μου…
Αρχειοθήκη ιστολογίου
-
►
2021
(2)
- ► Ιανουαρίου (2)
-
►
2012
(4)
- ► Ιανουαρίου (4)
-
►
2011
(24)
- ► Φεβρουαρίου (6)
- ► Ιανουαρίου (9)
-
►
2010
(8)
- ► Φεβρουαρίου (1)
- ► Ιανουαρίου (2)
-
▼
2009
(110)
- ► Δεκεμβρίου (23)
- ► Σεπτεμβρίου (12)
- ► Φεβρουαρίου (8)
- ► Ιανουαρίου (6)
-
►
2008
(31)
- ► Δεκεμβρίου (5)
- ► Σεπτεμβρίου (19)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου