Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2008

Το κείμενο της Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου

Πένθος και κάθαρση – το έργο της Ελένης Γκίκα

Είναι τιμή μου που σήμερα παρουσιάζω την Ελένη Γκίκα μέσα από το τελευταίο της μυθιστόρημα, Υγρός Χρόνος. Είχα την τύχη να διαβάσω όλα τα βιβλία της, την ποίηση και την πεζογραφία της. Και μπορώ να πω πόσο η ίδια η πορεία της τη βγάζει σε μια θαυμαστή ωριμότητα, σε μια απόλυτα προσωπική ποιητική, αυτογνωσιακή γραφή. Στην ουσία, η Ελένη Γκίκα είναι ποιήτρια. Μια από τις πιο σημαντικές ποιήτριες της γενιάς της. Έχει διαμορφώσει ένα προσωπικό ποιητικό σύμπαν, ένα ποιητικό γίγνεσθαι διορατικό και ευφυές, για να εκφράσει την αγωνία του σύγχρονου αλλοτριωμένου ανθρώπου, αυτή την υπαρξιακή αγωνία που ανιχνεύει αλλά και αποκαλύπτει τις βαθιές αλήθειες.
Ποιήτρια και στα μυθιστορήματά της. Η ποίηση είναι πρώτα λειτουργία σκέψης και ζωής, και ύστερα λόγος. Και όπως είπε ο Μπασλάρ, μόνον η ποίηση μπορεί να φτάσει στα ακρότατα βάθη της ψυχής. Έτσι, διαβάζοντας τα μυθιστορήματά της, βιώνει και ο αναγνώστης την προσωπική του κάθαρση, γιατί συμμετέχει με τα προσωπικά του τραύματα και με τις δικές του αγωνίες. Με τη δική του ιερή τρέλα. Αυτό το μέγα χάρισμα έχει η πεζογραφία της Ελένης Γκίκα. Μας φέρνει αντιμέτωπους με τα δικά μας τοπία της ψυχής τα χαμένα στην ομίχλη της αμφισβήτησης και της υπαρξιακής καταχνιάς. Για να ανασύρουμε από εκεί τις δικές μας αλήθειες.

Αν σε αυτό τον ελάχιστο χρόνο επιχειρούσα να δώσω το στίγμα των βιβλίων της, θα έλεγα πως είναι: από τη μια η χαρά της ύπαρξης – η χαρά να υπάρχει το κάθε πρόσωπο μέσα στο ελάχιστο ή στο σημαντικό που ζει, ακόμα και αν αυτό είναι αυτοκαταστροφικό. Και από την άλλη, είναι το πένθος της ύπαρξης, ένα πένθος βιωμένο από τα κατάβαθα της ψυχής σε ώρες ευλογίας. Πένθος για την απώλεια και πένθος για την εφημερότητα των στιγμών μας. Ένα πένθος που με την επιδέξια, την ευφυή γραφή της μεταμορφώνεται σε λυτρωτική ανάταση, σε λύτρωση καθεαυτή.
Έτσι ο εξαίσιος ελλιπτικός της λόγος, αυτή η ποιητική αφαιρετική γραφή της, διεγείρει την ψυχή να αυτοκατανοηθεί, να μαγαλύνει, να κατακτήσει τη δική της υπέρβαση και τη δική της αυτογνωσία. Κι αυτά, σίγουρα, είναι από τα πιο σημαντικά πράγματα που μπορεί να δώσει μια πεζογραφία. Γιατί, ο λόγος της Ελένης Γκίκα απευθύνεται στην ψυχή. Από την ψυχή για την ψυχή. Γραμμένος με ψυχή.


«Και μόνο να τα λες ωραία ξοδεύεσαι, λέει ο Ελύτης
Όπως του νερού η ροή
Που ψυχή την ψυχή δένει τις αποστάσεις»

Ψυχή την ψυχή η Ελένη Γκίκα δένει τα πρόσωπα των βιβλίων της.

Τα πρόσωπά της, ροϊκά, σχεδόν αβέβαια, σαν ημιτελή, περιφέρουν από βιβλίο σε βιβλίο την κατακερματισμένη ψυχικότητά τους, πρόσωπα εύθραυστα, που καλούν τον αναγνώστη να συμπληρώσει τον ελλιπή λόγο τους, να επουλώσει τις ανοιχτές πληγές τους, να βιώσει τον απόλυτο ανεκπλήρωτο έρωτά τους που χάθηκε στις ρωγμές της καθημερινότητας. Ο Άγγελος του Υγρού Χρόνου, αυτός ο εύθραυστος πρίγκιπας ο μοναχικός και υποθηκευμένος, ο άνθρωπος που φοβόταν τις θύελλες, πιστεύω πως περισσότερο πνίγηκε στις ρωγμές της καθημερινότητας παρά στη θάλασσα του αστυνομικού ρεπορτάς.

Αυτά είναι τα μυθιστορηματικά πρόσωπα της Ελένης Γκίκα. Ή μπορεί και να πρόκειται για ένα μόνο πρόσωπο, διασπασμένο σε πολλά. Και από βιβλίο σε βιβλίο, ξεδιπλώνεται μπρος στα μάτια μας σαν ροϊκός ζωγραφικός πίνακας, στον οποίο περίεργα συμμετέχουμε. Αφού ο πίνακας αυτός απεικονίζει και τη δική μας ψυχή. Περίεργα τον συμπληρώνουμε με τα δικά μας λάθη, με τις δικές μας πληγές.
Θυμάμαι όταν διάβαζα το μυθιστόρημά της Αναζητώντας τη Μαρία, πόσο με είχε συγκλονίσει η κεντρική ηρωίδα, η Αντιγόνη, ένα πλάσμα ρέμπελο και μαγικό, αναρχικό, που ζούσε με ιερή τρέλα την κάθε στιγμή. Έτσι κομμάτι κομμάτι ξεδίπλωνε την κατακερματισμένη ζωή της, τον αγιάτρευτο πόνο της απόρριψης, το όνειρο της μεγάλης και ανέφικτης φυγής, την αγωνία της επικείμενης γέννας. Για να συμβιβαστεί τελικά με όλα όσα φοβόταν. Και γράφει στην ποίησή της : «Το θέμα ήταν το αίνιγμα και η μοίρα / το παιχνίδι και η μοίρα / η επιλογή και η μοίρα».
Κι ύστερα από το ματαιωμένο όνειρο της φυγής : «Ακόμα σαπίζει η σχεδία / στην αυλή του σπιτιού».

Δεν υπάρχει χρόνος να αναφερθώ σε όλα τα μυθιστορήματά της, όμως, με μια παρόμοια ιερή τρέλα τα πρόσωπά της ξετυλίγουν τον κόσμο τους, τη μοναξιά τους, την αμείλικτη απόφασή τους να βιώσουν ως το βάθος του πόνου την κάθε στιγμή.

Η γραφή της αναλυτική, ψυχαναλυτική, αυτοσαρκαστική τις περισσότερες φορές, καταλυτική, αυτοαπορριπτική, ξεκινά από τα πιο απλά καθημερινά πράγματα, από τις ασήμαντες κινήσεις της συνήθειας, για να φτάσει στις μεγάλες αλήθειες, στα μεγάλα πάθη, στο μέγα μυστήριο της ζωής και του θανάτου, στην ανεξήγητη σαγήνη που περιρρέει το μυστήριο αυτό. Μια γραφή δυνατή, που κατέχει τον απόλυτο έλεγχο και πατά σε στέρεο ρεαλισμό – κι ας είναι γραφή αφαιρετική – πατά σε πραγματικότητα ανελέητη που μας δίνεται με δυο τρεις κοντιλιές μόνο, γραφή διόρασης και ανάλυσης.

«Διαδικασία» μνήμης» χαρακτηρίζει η ίδια την ποίησή της. «Ένα παιχνίδι θαυμαστό και θανάσιμο», λέει. Κι εγώ θα συμπλήρωνα, μια σπουδή θανάτου, αφού το μεγαλύτερο μέρος της ποίησής της απευθύνεται σε πρόσωπα που έφυγαν ή που ετοιμάζονταν να φύγουν, με την οδυνηρή αγωνία της μνήμης, αγωνία της μη λήθης, σαν να είναι αυτό μια τελική λύτρωση, ένας αυτογνωσιακός καθαρμός. Όμως και για τα πρόσωπα που μένουν, η μνήμη, αλγεινά και επώδυνα, γίνεται καθαρμός.
Άλλωστε, αυτό που πεθαίνει δεν είναι μόνον ο άλλος, είναι ο εαυτός μας. Η ημέρα που μας δωρήθηκε. Αυτή η ημέρα της εφημερίας του Χρήστου Μαλεβίτση, που είναι η ημέρα του Θεού. Ο χρόνος του Θεού. Ο χρόνος ανήκει στο Θεό και σε μένα, λέει η Ουίννυ του Μπέκετ.

Και η Ελένη Γκίκα δίνει με τη δική της ποιητική ματιά αυτό το εύθραυστο και μοναχικό που είναι η ζωή μας και που πεθαίνει αβοήθητο μέσα στα χέρια μας:

Και με τις πρώτες βροχές
Διαλύονται τα χέρια σου, λέει

Κι αλλού:

Εγώ, τη ζωή αιώνες τώρα την σκόρπισα σε βράχους
Σαν αρμύρα
Από θαλασσινή σπηλιά σε κόλπους στοργικούς
Αλλ’ ήταν από θύελλα σε θύελλα
Όπως αρμόζει στους ανίερους.

Ποίηση δυνατή, γεμάτη ρίγος και συγκίνηση:

Κι εσύ θαρρείς και ξεπηδάς από βούρκο
Όμοιος θρύψαλα
Μιας ακριβής πορσελάνης
Που μου την έδωσαν κομμάτια

Και καταλήγει:

Η απουσία θα υπογραμμίσει την αγάπη μου
Και μέσα από την επανάσταση της σιωπής
Ίσως να ξαναγεννηθούμε οι δυο
Καινούριοι.


Και αφού έκανα μια μικρή ποιητική περιήγηση στα πριν από τον Υγρό Χρόνο βιβλία της, ποιητικά και πεζογραφικά, έρχομαι στο τελευταίο της, με τις υγρές σελίδες και την καθαρά μεταφυσική όραση.
Για το βιβλίο της αυτό μου είχε μιλήσει η ίδια, όταν ακόμα γραφόταν, όταν οι υγρές σελίδες που σχεδίαζε ανταγωνίζονταν τα αμείλικτα γεγονότα. Τότε. Όταν ο υγρός χρόνος ήταν τα μελλούμενα δάκρυα.
Εκείνη μιλούσε στο ερημικό τοπίο όπου είχαμε βρεθεί, ένα τοπίο ιερό που η νύχτα του έκρυβε το μυστήριο. Και ο λόγος της έβρισκε τα γεγονότα που μέλλονταν, λες και άκουγε τις πατημασιές τους πάνω στην ψυχή της. Κάποια πράγματα είναι προφητικά. Δεν ήξερα τίποτα για το βιβλίο τότε – ίσως δεν γνώριζε ούτε η ίδια πώς θα διαμορφωνόταν. Κι όμως, σε εκείνο το ιερό τοπίο, εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, ήξερα πως μια μέρα θα μιλούσα γι’ αυτό. Το υγρό στοιχείο που μέσα του πνίγεται ένας άνθρωπος για να επιστρέψει στην αμνιακή του γαλήνη ή σιωπή, είτε ποτό είναι αυτό, είτε θάλασσα, είτε η μεταφυσική υγρασία του χρόνου, είχε δημιουργήσει στο μυαλό μου ένα τεράστιο ενδιαφέρον. Μια έλξη.
Γι’ αυτό και σήμερα χαίρομαι διπλά που παρουσιάζω την αγαπητή Ελένη Γκίκα σε ένα κοινό που αγαπά.


Ένας άνδρας πνίγεται στη θάλασσα, και η Μάνια, δημοσιογράφος του αστυνομικού ρεπορτάζ, καλείται να καλύψει το συμβάν.
Αυτός είναι ο φαινομενικός άξονας του βιβλίου. Γιατί υπάρχει και μια αμφισβήτηση εκεί, αν είναι αληθινός ο πνιγμός, αν είναι ο συγκεκριμένος άνδρας, ΄Αγγελος-Αχιλλέας Κομνηνός, ετών 52, ιατρός.
Όλα αμφισβητούνται, στο μυθιστόρημα, κι όλα είναι έτοιμα να αυτοαναιρεθούν, εκτός από τη μεγάλη την απόλυτη αγάπη που μας αποκαλύπτεται σταδιακά και αποσπασματικά μέσα από το λόγο παγκόσμια μεγάλων ποιητών και συγγραφέων, σαν να είναι η αγάπη αυτή η προέκτασή τους.
Η Μάνια, μια γυναίκα «γεμάτη μανία και πάθος. Που δεν το δείχνει αλλά το φοβάται, Που δεν θέλει να είναι αυτή που θα αφηγηθεί», αλλά αφηγείται. Θα μας παγιδέψει στα δίχτυα αυτού του θεϊκού αλλά και θανάσιμου έρωτα, σκιαγραφώντας πρόσωπα και καταστάσεις πότε με σαρκασμό και βιαιότητα, πότε με τρυφερούς τόνους ενός αβάσταχτου σπαραγμού.

Και γύρω από τη Μάνια ένα σωρό άλλα γυναικεία πρόσωπα, η Σαβίνα, Λόλα, η Μόνα, η Πετρούλα Πιέτρη, που μοιάζουν υποκατάστατα δικά της, λες κι όλες μαζί αποτελούν το ένα και μοναδικό γυναικείο πρόσωπο που κομματιάστηκε σε πολλά, και μέσα από το καθένα βιώνει τον απόλυτο σπαραγμό και τον απόλυτο έρωτα, αυτόν που χάνεται μαζί με τον πνιγμένο.
Ή, ίσως, αυτά τα άλλα πρόσωπα να αποτελούν τις διαφορετικές πτυχές του ενός προσώπου.
Μόνον η κυρία του σπιτιού, η χήρα, δεν είναι κομμάτι τους. Να γυαλίσουν τα ασημικά και να αστράψει το σπίτι όλο για τη δεξίωση της κηδείας, αυτό την ενδιαφέρει εκείνη.

Και μαζί με τα πρόσωπα του μυθιστορήματος, η Σύλβια Πλαθ και ο Τεντ Χιουζ με την εξαίσια ποίηση του δικού τους σπαραγμού. Με τον δικό της θάνατο να μετεωρίζεται στο χείλος των λέξεων. Ένας θάνατος πλανιέται στο μυθιστόρημα από σελίδα σε σελίδα περιπλεγμένος άλυτα και άρρητα με την ευλογία του έρωτα. Ένας θάνατος κάνει τις σελίδες πιο ζωντανές, κάνει τους ζωντανούς πιο ευγνώμονες για τη δωρεά της ζωής τους.

Κι ανάμεσα στις ποιητικές αυτές συρραφές που δομούν αργά και σταθερά τον κορμό του μυθιστορήματος, παρεμβάλλονται κομμάτια, σαν ημερολογιακά, του πνιγμένου, για να μας δώσουν το δικό του πρόσωπο, το δικό του μαρτύριο που τον οδήγησε στον πνιγμό. Σημειώσεις σκόρπιες σαν αφημένες στον άνεμο, με την υπογραφή ο Κανένας.

Ο Αρθούρος Ρεμπώ, ο Αντόνιο Ταμπούκι, ο Ζακ Πρεβέρ, ο Σεμπρούν, ο Μπόρχες, ο Γιάλομ, και αμέτρητοι άλλοι κοσμούν με τη σοφία τους και την ποίησή τους το μυθιστόρημα. Όμως τα επιλεγμένα εξαίσια κείμενά τους αποκτούν μια οργανική σημασία, γιατί τα δύο πρόσωπα που αποτελούν τον άξονα του έρωτα και του θανάτου μέσω αυτών των κειμένων επικοινωνούσαν, σαν να ήταν η ζωή τους μια προέκταση εκείνων.
Όταν διαβάζω Ρεμπώ, θα σε θυμάμαι, λέει εκείνη, Ή θα σε θυμάμαι σαν Ρεμπώ. Κι αυτό μας δίνει την εικόνα ενός άντρα χαμένου στις αδυναμίες του, στην ευφυία του, στα πάθη του, στην αυτοκαταστροφή του.
«Σ’ αγαπώ, όπως και να ‘ναι… ακόμα κι αν ο εαυτός μου χαθεί, αν η αγάπη χαθεί, αν η ζωή χαθεί,,,» γράφει εκείνος στο ανεπίδοτο γράμμα. Ολόκληρο το μυθιστόρημα είναι γράμματα ανεπίδοτα. «Κείμενα που χρησίμευαν ως άμφια», λέει. Για να μας δώσει το στίγμα του ιερωμένου, του ασκητή.
Και κάπου ταυτίζονται τα πρόσωπα του βιβλίου με τους παγκόσμια γνωστούς συγγραφείς. Ο Άγγελος πνίγηκε με τις τσέπες του γεμάτες πέτρες, αφού έτσι πνίγηκε και η Βιρτζίνια Γουλφ. Ο πνιγμός του Άγγελου ήταν αυτοκτονία, αφού έτσι πέθανε η Σύλβια Πλαθ – αγαπημένη ποιήτρια της συγγραφέως.

Μεταφέρω μια χαρακτηριστική παράγραφο:

«Το τύλιξε προσεκτικά σε ένα απαλό μωβ-λιλά περιτύλιγμα, έγραψε τ’ όνομά του και τη διεύθυνση του σπιτιού-ιατρείου του πατέρα και του το έστειλε στο «υποθηκευμένο σπίτι του». Σ΄ εκείνο το ιατρείο που κατέχει απόλυτα το μυστικό και των δύο. Μιλώντας του, ταυτοχρόνως, και για το δικό της τραύμα, την ηδονή και τη θλίψη.
Αφού δεν πρόκειται οι δυο ποτέ τους να μιλήσουν ολοκληρωτικά, Το τραύμα τους αυτό είναι το μυστικό μαγικό καρφί τους.
Έτσι θα του τα λέει από δω και στο εξής: υπογραμμίζοντας βιβλία. Μήπως σωθούνε».
Το μυθιστόρημα τελειώνει τη στιγμή που εκείνη κρατά στα χέρια της τις «υγρές σελίδες» του ημερολογίου του, και είναι σίγουρη πως : «Στον υγρό χρόνο του θα είναι καλά».

Φιλτάτη Ελένη, αύριο να θυμηθούμε να σε φιλήσουμε, γιατί μας χάρισες μοναδικές σελίδες ομορφιάς αλλά και μας έκανες να επανεκτιμήσουμε αυτές τις μοναχικές στιγμές που μας δωρήθηκαν, πριν χαθούν στην υγρασία του χρόνου.

Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου

Φιλτάτη Ελένη Γκίκα, αύριο να θυμηθούμε να σε φιλήσουμε, γιατί με τα βιβλία σου και ιδιαίτερα με τον Υγρό χρόνο, μας χάρισες μοναδικές στιγμές ποίησης, στιγμές συγκίνησης και ομορφιάς, ένα ταξίδι μυητικό στη σαγήνη της ζωής και του θανάτου, της ανθρώπινης μοίρας

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2008

Δι' εσόπτρου εν αινίγματι ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ


Δι' εσόπτρου εν αινίγματι
ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ

ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ









Μάρω Βαμβουνάκη



Φρέντυ Γερμανός



Ντόρα Γιαννακοπούλου


Κωστής Γκιμοσούλης



Ιάκωβος Καμπανέλλης


Κώστας Μουρσελάς

Αντώνης Σαμαράκης





Ευγενία Φακίνου

Διονύσης Χαριτόπουλος


Για τις δικές μας, πρώτ’ απ’ όλα, άγρυπνες νύχτες…
άγρυπνη νύχτα μου…