Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2009

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΠΑΝΕ ΘΕΑΤΡΟ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΠΑΝΕ ΘΕΑΤΡΟ

Ο ΑΓΚΥΡΑ ΠΟΛΥΧΩΡΟΣ
διοργανώνει:

Θεατρικοποιημένη μουσική παράσταση με αφορμή
τα βιβλία της Ελένης Γκίκα (δημοσιογράφου, βιβλιοκριτικού και συγγραφέως)
και τις μουσικές της Αναστασίας Παπαδημητρίου
με τίτλο «Υγρός Χρόνος».
Παραστάσεις: Σάββατο 31/1, Κυριακή 1/2, Σάββατο 7/2 και Κυριακή 8/2,
Ώρα: 21:00 μ.μ.,
στον ΑΓΚΥΡΑ ΠΟΛΥΧΩΡΟ, Σόλωνος 124, Αθήνα


Μια νέα πρόταση από τις εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ και τον ΑΓΚΥΡΑ ΠΟΛΥΧΩΡΟ για την παρουσίαση λογοτεχνικών βιβλίων, συνδυάζοντας κείμενα, μουσική και τραγούδια.
Με αφορμή την έκδοση του καινούριου βιβλίου της Ελένης Γκίκα με τίτλο «Υγρός Χρόνος», οι εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ οργανώνουν θεατρικοποιημένη μουσική παράσταση που βασίζεται σε μονολόγους των τελευταίων της βιβλίων.


Λίγα λόγια για την παράσταση:
Μια γυναίκα και ένας άντρας με καρμικό παρελθόν, συναντιούνται στο Νησί των Λωτοφάγων. Με συνέπειες ανεξέλεγκτες, και το αίνιγμα να ανήκει για πάντα στο παρελθόν ή στον άλλον. Εξάλλου, το ποίημα της ζωής μας είμαστε πάντοτε εμείς. Ακόμα και όταν προσποιηθούμε πως τ’ αγνοούμε. Μια ιστορία ηδονής και οδύνης. Αυτογνωσίας και αναζήτησης. Με ένα φινάλε ανοιχτό σαν ζωή, διαφορετικό για τον καθένα. Μια ιστορία αναπόφευκτη, ερωτικά εμμονική, χρέος.


Τη μουσική και τα τραγούδια της παράστασης που θα παρουσιαστούν για πρώτη φορά σε κοινό, έχει γράψει η Αναστασία Παπαδημητρίου, πάνω σε ποιήματα και στίχους των ποιητών: Νάνου Βαλαωρίτη, Φώτη Αγγουλέ, Λευτέρη Παπαδόπουλου, Ζακ Πρεβέρ (μετάφραση: Γιάννης Θηβαίος), Ελένης Γκίκα, Μάρως Βαμβουνάκη και Άννας Παπαδημητρίου.
Μετά την παράσταση ακολουθεί μουσικό αφιέρωμα στους Μ.Χατζιδάκι και Μ. Θεοδωράκη.


Συντελεστές της παράστασης
Δραματοποίηση κειμένων - σκηνοθεσία: Μελίνα Παπανέστορος
Μουσική επιμέλεια: Γιώργος Κωνσταντινίδης
Παίζουν οι μουσικοί: Γιώργος Κωνσταντινίδης (πιάνο-βιολί), Σπύρος Κοντάκης (κιθάρα)
Παίζουν οι ηθοποιοί και οι καλλιτέχνες: Γιώργος Γεωγλερής, Θάνος Πολύδωρας και Αθηνά Χειλιοπούλου
Τραγουδούν: Πένυ Ξενάκη, Θάνος Πολύδωρας, Αθηνά Χειλιοπούλου
Κατά τη διάρκεια της παράστασης θα προβάλλεται φωτογραφικό υλικό σχετικό με την παράσταση της Χαράς Μπιρμπίλη – Παπαδημητρίου.


Για περισσότερες πληροφορίες και κρατήσεις στα τηλέφωνα:
210 3837667, 210 3837540, τιμή εισιτηρίου: 15 ευρώ

ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ - Βιογραφικό σημείωμα


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Η Ελένη Γκίκα γεννήθηκε και εξακολουθεί να ζει στο Κορωπί. Με απιστία κάποιων χρόνων στην Αθήνα. Το μόνο που έμαθε σ’ αυτή τη ζωή (και που κάνει κέφι να κάνει) είναι να διαβάζει. Βιβλία, Μανιωδώς. Από δίψα γραφής έγραψε κιόλας: Μυθιστορήματα, ποίηση, διηγήματα, συνεντεύξεις, άρθρα και κριτικές σε περιοδικά κι εφημερίδες. Δημοσιογράφος είναι, ξεκίνησε από το «Αντί» και το «Φαντάζιο», όσο κι αν φαίνεται αντιφατικό. Για δέκα χρόνια εργάστηκε στο ραδιόφωνο και στις Εικόνες. Και με αντικείμενο το βιβλίο πάντοτε, εδώ και 15 χρόνια, στο «Έθνος της Κυριακής». Έχει την επιμέλεια της νεοελληνικής σειράς στις εκδόσεις «Άγκυρα». Έχει εκδώσει εννιά ποιητικές συλλογές, δυο συλλογές με διηγήματα, εννιά μυθιστορήματα, έναν τόμο με συνεντεύξεις και ένα παραμύθι. O «Υγρός Χρόνος» είναι το δέκατο μυθιστόρημα.

ΕΡΓΑ ΤΗΣ:

ΠΟΙΗΣΗ:
«Σηματοδότες», 1984
«Δρασκελιές», Θεωρία, 1988
«22 χρωματικές μεταμφιέσεις και 11 αιρετικά ποιήματα», Δωδώνη, 1992
«Μέλι, μελό, μέλισσα, μάλιστα», Φιλιππότη, 1996
«Έως, εαρινός, έρημος, έρχομαι», Φιλιππότη, 1997
«Σώμα, σταυρός, σάρκα, σταυρώθηκα», Φιλιππότη, 1998
«Θόλωσα, θύελλα, θάμβος, θυμήθηκα», Άγκυρα, 2000
«Άβυσσος, άλγος, άλμα, αρχίζω» Άγκυρα, 2002
«Εν αταξίαις άτακτοι όντες» Άγκυρα, 2006
«Το γράμμα που λείπει» (υπό έκδοση)

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ:
«Όνειρα από Toplexil», Φιλιππότη, 1997
«Εάν ο Καρυωτάκης παντρευότανε την Πολυδούρη», 1998
«Μια καρδιά στο στομάχι» (υπό έκδοση)

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ:
«Αλήθεια, τα τρως ακόμα τα νύχια σου;», Φιλιππότη, 1996
«Αναζητώντας τη Μαρία», Άγκυρα, 1998
«Να τα μετράω ή να μην τα μετράω τα χρόνια;», Άγκυρα, 1999
«Μετεβλήθη εντός μου ο ρυθμός του κόσμου», Άγκυρα, 2001
«Το αίνιγμα του Άλλου», Άγκυρα, 2003
«Οι κούκλες δεν κλαίνε», Άγκυρα, 2004
«Χαίρε, παραμύθι μου», Άγκυρα, 2005
«Αν μ’ αγαπάς, μη μ’ αγαπάς», Άγκυρα, 2006
«Αύριο να θυμηθώ να σε φιλήσω», Άγκυρα, 2007
«Υγρός Χρόνος», Άγκυρα, 2008

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ:
«Δι’ εσόπτρου εν αινίγματι», Φιλιππότη, 1998
«Άρον, άρον εγέννετο αύριο» (υπό έκδοση)

ΠΑΡΑΜΥΘΙ:
«Το κοριτσάκι που πίστευε στα θαύματα», Άγκυρα, 2007

Αναστασία Παπαδημητρίου - Βιογραφικό σημείωμα


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Η Αναστασία Παπαδημητρίου γεννήθηκε στην Αθήνα.
Από μικρή έμαθε ν’αγαπά τα βιβλία και να λατρεύει τη μουσική.
Η οικογένειά της, τα «τελευταία» 119 χρόνια, είναι άρρηκτα δεμένη με το χαρτί και το μελάνι (εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ). Το ίδιο και κείνη.
Από τα πέντε της χρόνια ξεκίνησε να μαθαίνει πιάνο, περιδιαβαίνοντας στα ωδεία της Αθήνας. (Αθηνών, Απολλώνειο, Εθνικό)
Αγαπημένη της δασκάλα: η σολίστ Λίντα Λεούση.
Μέχρι σήμερα, δεν κατάφερε να μάθει όσα ήθελε.
Τίποτα όμως δεν έχει τελειώσει ακόμα…
Έχει γράψει πάνω από 150 τραγούδια και μελωδίες πολλά από τα οποία κυκλοφορούν σε CD.
Επίσης, έχει μελοποιήσει ποιήματα του Νάνου Βαλαωρίτη, του Φώτη Αγγουλέ, του Οδυσσέα Ελύτη κ.ά.
Τελευταία έγραψε τη μουσική για το αφιέρωμα που έγινε στην εκπομπή «ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ» από το Λευτέρη Ξανθόπουλο για το Νίκο Εγγονόπουλο με τίτλο: «Ο κήπος με τα αμέτρητα παράθυρα».
Μεγάλες της αγάπες: οι δικοί της άνθρωποι και η μουσική.
Μεγάλη της αγωνία: να μη σταματά να ονειρεύεται ενάντια στο χρόνο.

Ζωή Σαμαρά - Κριτική

Ζωή Σαμαρά, Ομότιμη Καθηγήτρια του Α.Π.Θ.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Οδός Πανός"

«Υγρός χρόνος», μυθιστόρημα». Έτσι αποκαλεί το νέο της βιβλίο η Ελένη Γκίκα. Σαν να θέλει να μας θυμίσει ότι οποιαδήποτε απόκλιση από το λογοτεχνικό είδος «μυθιστόρημα» είναι φαινομενική. Ωστόσο, όπως μας έχει διδάξει ο πλατωνικός «Θεαίτητος», τα φαινόμενα δεν είναι εξ ορισμού απατηλά. Κάποιες φορές μάλιστα οδηγούν στο βάθος των πραγμάτων.
Στο μυθιστόρημα, το δεύτερο της τριλογίας «Τρεις εκδοχές του ενός προσώπου», η συγγραφέας αφηγείται την πιθανή αυτοκτονία ενός χαρισματικού γιατρού, χρησιμοποιώντας με μοναδική δεξιοτεχνία μια κινούμενη οπτική. Ο χρόνος, άλλοτε υγρός και άλλοτε φλεγόμενος, αναδύεται από την κρυφή όψη του ήρωα και καταγράφεται μέσα από το βλέμμα των γυναικών της ζωής του. Ερωμένες, σύζυγοι, θείες μιλούν για τη ζωή και το θάνατό του, δίνοντας «αινιγματικές απαντήσεις σε ερωτήσεις που δεν έγιναν ποτέ». Η απάντηση στο ερώτημα αν ο ήρωας αυτοκτόνησε εξάγεται από «αγαπημένα» κείμενα που παρεμβάλλονται στην αφήγηση. Όμως τότε ακριβώς ενεργοποιείται το θαύμα της γραφής: όσο πιο πολύ απομακρυνόμαστε από την παραδοσιακή πεζογραφία των αμιγών λογοτεχνικών ειδών, ταξιδεύοντας μέσα σε άλλα βιβλία, τόσο πιο πολύ ανακαλύπτουμε το πραγματικό πρόσωπο της μυθοπλασίας. Ο αναγνώστης νιώθει πάθος ακόμη και για τις κριτικές βιβλίων, γιατί εντάσσονται μέσα σε μυθικό πλαίσιο. Και καθώς η συγγραφέας διαβάζει, διαβιβάζει τη σκέψη της μέσα από τη γραφή του άλλου, περιδιαβάζει στα κείμενα των άλλων και των ηρώων της. Κάποια από τα πρόσωπα έχουν ήδη ζήσει σε προηγούμενα μυθιστορήματά της. Χωρία και τίτλοι επαναλαμβάνονται. Η επανάληψη είναι όπως η ανάμνηση στην Αρχαιότητα, με τη διαφορά ότι είναι στραμμένη προς το μέλλον και όχι προς το παρελθόν, έγραφε ο Κίρκεγκορ. Με συνδυασμό επανάληψης και ανάμνησης, η Ελένη Γκίκα πετυχαίνει μια εξαίσια μεταμοντέρνα αισθητική: ο μύθος υπονομεύεται, διακόπτεται, κατακερματίζεται, χωρίς να χάνει ποτέ τη συνοχή του, με την αλήθεια να είναι μπροστά στα μάτια μας, στη γραφή του Άλλου, αλλά να μας διαφεύγει διαρκώς, σαν ευφυής εγκληματίας.
Η έννοια του δανείου συνυφαίνεται με την αποδοχή της ετερότητας. Η πεζογραφία αναγνωρίζει τον άλλο εαυτό της στην κριτική και το δοκίμιο, ενώ ο ήρωας καθρεφτίζεται μέσα στην ποίηση του Ρεμπό. Για να γράψεις πρέπει να αντιγράψεις, και αυτό γιατί πρέπει να γίνεις άλλος, γιατί, τη στιγμή που γράφεις, εγώ είναι ένα άλλος (je est un autre). Και τελικά, το βιβλίο μάς οδηγεί σε «αγραμμική ανάγνωση», σε υπονόμευση της ταυτότητάς του, για να δημιουργήσουμε τη δυνατότητα πολλαπλών αναγνώσεων. Μια θεωρία της διακειμενικότητας αναπτύσσεται στην καρδιά μιας μυθοπλασίας με αστυνομική υφή. Τα «δανεικά» κείμενα γίνονται ψηφίδες και χτίζουν το μωσαικό του αποσπασματικού λόγου, ένα μείγμα λογοτεχνικής και δοκιμιακής γραφής, χαρακτηριστικό εξάλλου και προηγούμενων βιβλίων της συγγραφέως. Σύμφωνα με τον Ουμπέρτο Έκο, δεν υπάρχει «μυστηριώδης οντολογική διαφορά ανάμεσα σε αυτούς τους δυο τρόπους γραφής» (Ερμηνεία και Υπερερμηνεία). Και ο Γάλλος πεζογράφος Pascal Quingnard, στο βιβλίο του «Οι περιπλανώμενες σκιές» (2002), νιώθει ότι οφείλει να απαντήσει στο ερώτημα «Γιατί γράφουμε;» διαμορφώνοντας το δικό του «μυθιστόρημα- μελέτη».
Ο Άγγελος έγραφε με καφέ μελάνι. «Συνταγογραφούσε, ακόμη με καφέ στιλό», ενώ «χαρίζει στις γυναίκες του- λένε- από ένα μοβ στιλό». Το καφέ χρώμα κυμαίνεται ανάμεσα στο κόκκινο και το μαύρο. Στην κηδεία, δύο από τις αγαπημένες του εμφανίζονται ντυμένες στα μαύρα και δύο στα κόκκινα, σαν να μάντευαν τη σύνθεση και το συμβολισμό του χρώματος και συνέχιζαν τη γραφή του ήρωα. Η Σαβίνα έγραψε με τη μοβ πένα «την πρώτη, εκείνη την αρχική ιστορία», σαν την αρχετυπική αφήγηση που ξαναγράφουμε σε κάθε νέο βιβλίο μας. Σε κάποιες πρωτόγονες κοινωνίες κρεμούσαν στο λαιμό των παιδιών μοβ πετραδάκι να τα προφυλάξουν από την αρρώστια και την ανυπακοή: ένδειξη υπέρτατης αγάπης, να προστατεύεις και συνάμα να υποτάσσεις.
Και ενώ «όλη η λογοτεχνία είναι, εντέλει, αυτοβιογραφική», βασίζεται σε κείμενα άλλων. Η ζωή αντιγράφει την τέχνη, όπως στον αφορισμό του Όσκαρ Ουάιλντ. Είναι όμως τόσο διαφορετικές. Το κοριτσάκι με τα σπίρτα αναδύθηκε μέσα από τη ζωή του Άντερσεν και, με τη σειρά τους, δημιουργός και μυθικό πρόσωπο έγιναν πηλός για να πλασθεί ο Άγγελος. Ο θάνατος που επέλεξε να σβήσει, με το αστείρευτο νερό της θάλασσας, τη φωτιά που έκαψε τον πατέρα του και άφησε ανεξίτηλο λεκέ, τα σπίρτα που δεν κατόρθωσαν να ζεστάνουν το κοριτσάκι, τη φωτιά της ύπαρξής του, ολόκληρη «Μια εποχή στην κόλαση». Και αν δεν πρόκειται για επιλογή; «Θυμάμαι να πνίγομαι στο αμνιακό υγρό», είχε πει ο ίδιος στο «Αν μ’ αγαπάς, μη μ’ αγαπάς». Το νερό είναι το πεπρωμένο του, όπως η φωτιά ήταν το πεπρωμένο του πατέρα του. Τα αντίθετα συναντώνται για να χτίσουν το σύμπαν και το μυθιστόρημα. Επιπλέον, ο άλλος παραμένει πάντα ένας γρίφος για το εγώ. «Κανένας δεν μπορεί να λύσει το αίνιγμα του άλλου, τελικά», λέει η συγγραφέας με ελεύθερο πλάγιο λόγο, μέσα από τη σκέψη της Μάνιας, μέσα από μια πολλαπλή αλλότητα (Λόλα, Πέτρα), που μας αποκαλύπτει τη σύνθετη αγονία (με όμικρον η λέξη). «Πάρε και στέγνωσε τις σελίδες», λέει λακωνικά ο αστυνόμος στη Μάνια, δίνοντάς της το ημερολόγιο του Άγγελου, χωρίς να εξηγήσει γιατί είναι υγρές, σαν να επικοινωνεί μαζί της πέρα από τις λέξεις.
Αντίθετα από το νερό, η φωτιά μπορεί να είναι εντελώς εσωτερική. Κάποιο μυστικό – φωτιά-γνώση – οδήγησε τον πατέρα του ήρωα στην αυτοπυρπόληση. Ο πατέρας-εωσφόρος, όπως τον βλέπει η μικρή κοινωνία της πόλης του, καίγεται. Η «διαβολική» γενιά του φαίνεται στο παιδί που τρέμει και στο παιδί που τρέχει.
Η Ελένη Γκίκα είναι ποιήτρια, όχι μονάχα γιατί γράφει εμπνευσμένη ποίηση, αλλά γιατί στο έργο της το γλωσσικό σημείο παύει να είναι αυθαίρετο, καθώς υποβαστάζεται από μύρια άλλα σημεία, γλωσσικά ή μη, καθώς συνδέει το χρόνο της ανάμνησης με το χρόνο της επανάληψης. Ο δοκιμιακός λόγος κρίνει, κρίνεται και γονιμοποιεί. Προκαλεί τη συγγραφέα να ζήσει μέσα στη γραφή της εποχής μας.
Και ενώ ο αστυνόμος με τη Μάνια ψάχνουν να βρουν τη λύση, μόνο σε συνδυασμό με άλλο κείμενα θα απαντήσουμε στο ερώτημα αν ο Άγγελος πέθανε ή τράπηκε ξανά σε φυγή. Και υποθέτω ότι το πιο βασικό κείμενο είναι αυτό που δεν κυκλοφόρησε ακόμη, το τρίτο μυθιστόρημα της τριλογίας.
Το περιμένουμε.

Περιοδικό INDEX - Κριτική

«ΥΓΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ»: κατακερματίζοντας τη ζωή για να λυθεί το αίνιγμα
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό INDEX

Αρχική πρόθεση ήταν μια ιστορία σαν θεραπευτική γάζα, γρήγορα διαπίστωσα ότι είχα ακόμα πολλά κομματάκια εαυτού και κόσμου να συμμαζέψω. Για να τα καταφέρω, έγινα και το έκανα κομματάκια: πέντε γυναίκες μαζί! Το αποτέλεσμα, κάτι σαν θρίλερ, κατακερματισμένο, με μονολόγους, μοναχικές διαδρομές: Μια αστυνομική ρεπόρτερ χρειάζεται να καλύψει τον πνιγμό ενός παλιού της αγαπημένου. Μια φιλόλογος επιμένει ότι τον έχει σκοτώσει αυτή. Η πρώην γυναίκα του και ο γιος του ισχυρίζονται ότι πρόκειται περί λάθους. Ο αστυνόμος αναγνωρίζει ότι δεν μπορεί να αναγνωριστεί το πτώμα. Η σύζυγος επιμένει να τον κηδέψει ως να επρόκειτο γι’ αυτόν. Και σα να μην έφαναν όλα αυτά, μια γυναίκα από το μακρινό παρελθόν επιστρέφει και όλα δείχνουν ότι έχουν κάποιο παλιό μυστικό: που τους βαραίνει, τους χωρίζει, που τον κάνει να της χαρίσει τις ημερολογιακές του σελίδες καθώς και το αρχείο με κείμενά της που μάζευε εδώ και καιρό.
Το φινάλε, σαν άμμος κινούμενη: όλα που είναι έτσι αλλά μπορεί να είναι κι αλλιώς. Βασική πρόθεση, μέσα από τις «Υγρές σελίδες» να ανασυναρμολογηθεί ο κόσμος: επιδιώξεις και φόβοι, επιθυμία και ενοχές, έρωτας και θάνατος, δίψα ανάγνωσης που οδηγεί στη γραφή, επειδή «οι καλοί αναγνώστες» κατά Μπόρχες πάντα «είναι κύκνοι πιο μαύροι και πιο σπάνιοι κι απ’ τους καλούς συγγραφείς».
Γι’ αυτό κι εγκιβωτίστηκαν βιβλία που αγάπησα, εξάλλου η μία ηρωίδα υπάρχει μόνον μέσα απ’ αυτά. Όπως και ο νεκρός άντρας. Διότι όπως «είμαστε ό,τι γράφουμε», «είμαστε και ό,τι διαβάζουμε». Χωρίς να το επιδιώξω, «τα έπαιξα όλα για όλα»: συναντήθηκαν τίτλοι και ήρωες απ’ τα προηγούμενα, λες και να ήταν το τελευταίο!
Βγήκα σα να έχω αλλάξει δέρμα.
Για τις δικές μας, πρώτ’ απ’ όλα, άγρυπνες νύχτες…
άγρυπνη νύχτα μου…