Τετάρτη 29 Ιουλίου 2009

ΠΛΗΘΟΣ ΕΙΜΑΙ - αποσπάσματα

Χωρίς να πουν λέξη, πέρασαν ο ένας δίπλα απ’ τον άλλον κι εξαφανίστηκαν μέσα στο πλήθος. Για πάντα.

«Σαν τη Μαγιού Κασαχάρα, έμεινα εγώ να σου γράφω ανεπίδοτες επιστολές μια ζωή».
Κοιτάζει βουβή τα μικρά μοβ ακατανόητα σημάδια. Ώρες- ώρες, ούτε ξέρει τι γράφει. Ακριβώς όπως και στον ύπνο της που, αγνοεί κάθε βράδυ και τι θα ονειρευτεί. Το χέρι της, όπως και τ’ όνειρό της, εάν το αφήσει ελεύθερο πάντοτε ξέρει εκείνο το που την πηγαίνει.
Θα περάσουνε μέρες για να μπορέσει ν’ ανακαλύψει άναυδη κι εκείνη η ίδια το δικό της κρυμμένο και άγνωστο «πού».
«Αυτό το «πού» που θα με φέρει σε σένα».
Γράφει. Κι ύστερα: «μα γιατί το ‘γραψα αυτό; Αφού δεν είσαι πουθενά. Ή τελικά, είσαι κάπου; Με το σκάκι σου, εμένα βασίλισσα κι αυτό το σιβυλλικό ολόμαυρο κοστούμι».
«Μονάχα αν την γράψω, την καταλαβαίνω τη ζωή» του είχε πει. Και από μέσα της «και άμα τη διαβάσω», που είναι το ίδιο. Όμως προτού του το πει, εκείνος ήδη το γνώριζε. Διότι την διάβαζε και το γνώριζε.
Την γνώριζε.
Όπως πάντα γνωρίζουμε εκείνον ή εκείνη που, εν τέλει, θα γνωρίσουμε. «Από τότε που γεννήθηκα ερχόμουν σε σένα» ποτέ δεν του το ‘πε. Από την πρώτη εκείνη ώρα το σκέφτηκε.
Και τώρα; Που εκείνος πήγε στη θάλασσα, αυτή πού θα πάει;
Ναυαγοσωστικό και ταυτοχρόνως ο περισυλλεγής ναυαγός του.
Ο Άγγελος, αλήθεια, πού έχει πάει;
σελ.89-90

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Για τις δικές μας, πρώτ’ απ’ όλα, άγρυπνες νύχτες…
άγρυπνη νύχτα μου…