Σάββατο 1 Αυγούστου 2009

ΠΛΗΘΟΣ ΕΙΜΑΙ - αποσπάσματα

ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ

«ΣΚΑΚΙΣΤΙΚΗ ΝΟΥΒΕΛΑ» του Στέφαν Τσβάιχ, Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου, Εκδ. «Άγρα», σελ. 128

«Μη ξεχνάτε ότι ήμουν ένας άνθρωπος που έπρεπε να ξεσπάσει κάπου, οπουδήποτε, τη συσσωρευμένη από καιρό οργή του. Μιας λοιπόν και δεν είχα τίποτα άλλο, παρά μονάχα αυτό το ανόητο παιχνίδι ενάντια στον ίδιο τον εαυτό μου, η λύσσα μου όλη, η μανία μου για εκδίκηση, διοχετεύθηκε σ’ αυτό. Κάτι μέσα μου ήθελε να βρει το δίκιο του. Αλλά δεν είχα τίποτα άλλο έξω από το άλλο μισό του εαυτού μου, για να εξεγερθώ εναντίον του».
Η «Σκακιστική νουβέλα» του Στέφαν Τσβάιχ είναι αναμφίβολα κάτι πολύ περισσότερο από το, ούτως ή άλλως, μεταθανάτιο αριστούργημά του (δημοσιεύτηκε στη Στοκχόλμη το 1943, μεταθανάτια έκδοση, αφού ο συγγραφέας αυτοκτόνησε τον προηγούμενο χρόνο μαζί με τη δεύτερη γυναίκα του στη Βραζιλία, όπου βρέθηκε αυτοεξόριστος). Θα μπορούσε κανείς να την χαρακτηρίσει και ως το χρονικό μιας προαναγγελθείσας αυτοκτονίας.
Η μόλις 120 σελίδων αλληγορική συγγραφική παρτίδα που διαδραματίζεται επάνω σε ένα πλοίο και κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού κατορθώνει και περικλείει μέσα από την προσωπικότητα (και την ιστορία) των δύο σκακιστών μονομάχων, όλη την κοινωνικοπολιτική κατάσταση και τα αδιέξοδα αυτής της σκοτεινής εποχής.
Διότι στο πλοίο, από τη Νέα Υόρκη στο Ρίο και το Μπουένος Άιρες, μαζί με αρκετούς ευρωπαίους επιβάτες οι οποίοι φεύγουν μακριά από τη βία και τη σύγχυση του ναζισμού επιζητώντας καταφύγιο αυτοεξόριστοι στην Αργεντινή ή τη Βραζιλία, ταξιδεύει και ο Μίρκο Τσέντοβιτς, ο σκοτεινός, άξεστος παγκόσμιος πρωταθλητής. Θα τον αντιμετωπίσουν, κατ’ αρχάς, σε μια παρτίδα χωρίς διέξοδο, όλοι οι σκακιστές του πλοίου. Στην τελευταία παρτίδα τους σχεδόν τον νικούν, υπό την καθοδήγηση του δρ Μπ. Ενός ευαίσθητου διανοούμενου δικηγόρου που επέζησε της τρέλας και του εγκλεισμού χάρη σε ένα σκακιστικό βιβλίο. Παίζοντας φανταστικές παρτίδες πάλι και πάλι με τον αντίπαλο εαυτό:
«Αμέσως μόλις το λευκό μου Εγώ έκανε κάποια κίνηση, το μαύρο του απαντούσε με πυρετώδη βιάση. Δεν προλάβαινα να τελειώσω μια παρτίδα, και αυτοστιγμή ξεκινούσα την επόμενη, μιας και πάντα ο μισός μου εαυτός βρισκόταν νικημένος και ζητούσε από τον άλλο μισό τη ρεβάνς».
Κατανοώντας ταυτοχρόνως και όλο το σχιζοφρενικό του εγχειρήματος:
«Είναι ένα παιχνίδι καθαρά εγκεφαλικό: δυο διάνοιες, που αντιμετωπίζουν η μία την άλλη. Καταλαβαίνετε επομένως πόσο παράλογο είναι να θέλει κανείς να παίξει εναντίον του εαυτού του».
Αναγνωρίζοντας πως: «Το να θέλει κανείς να παίξει σκάκι εναντίον του εαυτού του αποτελεί παραδοξότητα ίδια με το να θέλει να πηδήξει τον ίδιο του τον ίσκιο».
Παρ’ όλ’ αυτά όμως:
«Οι φρικτές συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσα, με ανάγκασαν να επιχειρήσω αυτή τη διάσπαση του Εγώ μου σε Μαύρο και Άσπρο, για να μη συνθλιβώ κάτω από το τρομακτικό Τίποτα, που μ’ έζωνε ασφυκτικά».
Η σωτηρία γι’ αυτόν ήρθε με την με την μορφή ενός βιβλίου, κι ο συγγραφέας θα κάνει αυτές τις περιγραφές, αριστοτεχνικά:
«Τα γόνατά μου άρχισαν να τρέμουν: ένα ΒΙΒΛΙΟ! Τέσσερις μήνες είχα να πιάσω βιβλίο στα χέρια μου και στην ιδέα και μόνο πως θα μπορούσα να δω λέξεις αραδιασμένες τη μια μετά την άλλη, γραμμές ολόκληρες, σελίδες, φύλλα, στην ιδέα και μόνο ότι θα μπορούσα να διαβάσω νέες, αλλιώτικες σκέψεις, σκέψεις άλλων ανθρώπων, να τις παρακολουθήσω νοερά και να ξεχαστώ, ένιωσα μεθυσμένος και ταυτόχρονα ναρκωμένος».
«Μια ηδονή που χρονοτριβούσε επίτηδες και γαργαλούσε ευχάριστα να νεύρα μου: βυθίστηκα λοιπόν στην ονειροπόληση και προσπαθούσα να φανταστώ τι είδους βιβλίο ήταν αυτό που είχα κλέψει, τι είδους βιβλίο θα προτιμούσα εγώ. Προπάντων έπρεπε να είναι πυκνοτυπωμένο, να έχει πολλά- πολλά γράμματα, πολλές- πολλές λεπτές σελίδες, για να κρατήσει περισσότερο η ανάγνωση. Κι έπειτα ευχόμουν να δω μπροστά μου ένα έργο που θα απαιτούσε μεγάλη διανοητική προσπάθεια από μέρους μου. Όχι κάτι ελαφρύ κι εύκολο, αλλά κάτι που θα μπορούσε κανείς να το αποστηθίσει, ποίηση, ας πούμε, και το προτιμότερο θα ήταν- τι τολμηρό όνειρο!- Γκαίτε ή Όμηρος».
Αλλά και η παραφορά θα προκύψει απ’ το ίδιο βιβλίο. Διότι ο αντίπαλος εαυτός είναι, εν τέλει, ο πλέον επικίνδυνος εαυτός. Κι ο ναζισμός, μια μορφή αντίπαλου εαυτού για τον βιεννέζο συγγραφέα ενδεχομένως να ήταν. Ο οποίος και τον συνέτριψε, τελικά.
Ένα λιτό, καλομετρημένο (ούτε σιωπή δεν περισσεύει), σαν καλομελετημένη παρτίδα σκακιού, μικρό αριστούργημα. Ψυχογράφημα ταυτοχρόνως και βαθύτερη πολιτική και κοινωνική αλληγορία. Παιγνιώδες σαν θρίλερ, σκοτεινό και αντιφατικό σαν ανθρώπινη ψυχή. Προφητικό, για τον ίδιο το συγγραφέα του. Εφόσον, όταν γράφουμε, εντέλει υπογράφουμε με τον πιο βαθύ μας, σοφό, παντογνώστη, προφήτη εαυτό. Τελειώνοντάς το αδημονούσα να μάθω σκάκι! Επειγόντως!

σελ. 85-88

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Για τις δικές μας, πρώτ’ απ’ όλα, άγρυπνες νύχτες…
άγρυπνη νύχτα μου…

Αρχειοθήκη ιστολογίου