
ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ
Το γράμμα που λείπει
Εκδόσεις: ΑΓΚΥΡΑ
Καλοτάξιδο, Ελένη μας!
Επιτέλους, ξανά, ποίηση!
3 Δεκέμβριος 2009 8:12 πμ
O ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ
Το πιο ωραίο τοπίο του κόσμου
είν’ ένα ον παράξενο’
το Α Μπάο Α Κου.
Ζει στη σκάλα του Πύργου της Νίκης
και περιμένει επισκέπτες στο κατώσκαλο.
Ελπίζει να είναι αθώοι και τολμηροί
για ν’ ανέβουν.
Στηρίζεται στο ότι δεν αφήνουν
πράγματα στη μέση να συνεχίσουν.
Αλλά για τη Νιρβάνα τους
δεν προσδοκεί
Συνήθως κουτρουβαλάει ζαρωμένο
και ούτε γάτα, ούτε ζημιά
σα να μην πέρασε καν απ’ αυτό τον κόσμο.
Το συναντάμε στο «βιβλίο των φανταστικών όντων»
κι είναι θρύλος του «Περί της Μαλαίας Μαγείας»
Στο πέρασμα των αιώνων το
Α Μπάο Α Κου έφτασε στον εξώστη του Πύργου, λένε,
μόνο μια φορά
Ένας το είδε
γαλάζιο να λάμπει σαν άστρο
τόσο πολύ
με μιαν αφή ροδάκινου
Κι αν φθάρηκαν τα σκαλοπάτια
από ορδές προσκυνητών
μονάχα ίχνη συνάντησαν οι πιο τυχεροί
και μια παράξενη γαλάζια φωτιά
ν’ αναβοσβήνει.
Όμως ποτέ δεν ήταν αρκετή.
Δευτέρα, 6 Μαρτίου 2006, Καθαρά Δευτέρα
3 Δεκέμβριος 2009 7:56 πμ
Το πιο ωραίο τοπίο του κόσμου
είν’ ένα ον παράξενο’
το Α Μπάο Α Κου.
Ζει στη σκάλα του Πύργου της Νίκης
και περιμένει επισκέπτες στο κατώσκαλο.
Ελπίζει να είναι αθώοι και τολμηροί
για ν’ ανέβουν.
Στηρίζεται στο ότι δεν αφήνουν
πράγματα στη μέση να συνεχίσουν.
Αλλά για τη Νιρβάνα τους
δεν προσδοκεί
Συνήθως κουτρουβαλάει ζαρωμένο
και ούτε γάτα, ούτε ζημιά
σα να μην πέρασε καν απ’ αυτό τον κόσμο.
Το συναντάμε στο «βιβλίο των φανταστικών όντων»
κι είναι θρύλος του «Περί της Μαλαίας Μαγείας»
Στο πέρασμα των αιώνων το
Α Μπάο Α Κου έφτασε στον εξώστη του Πύργου, λένε,
μόνο μια φορά
Ένας το είδε
γαλάζιο να λάμπει σαν άστρο
τόσο πολύ
με μιαν αφή ροδάκινου
Κι αν φθάρηκαν τα σκαλοπάτια
από ορδές προσκυνητών
μονάχα ίχνη συνάντησαν οι πιο τυχεροί
και μια παράξενη γαλάζια φωτιά
ν’ αναβοσβήνει.
Όμως ποτέ δεν ήταν αρκετή.
Δευτέρα, 6 Μαρτίου 2006, Καθαρά Δευτέρα
3 Δεκέμβριος 2009 7:56 πμ
ΡΩΓΜΕΣ ΣΕ ΣΩΜΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
Το γράμμα που λείπει
γεύση από λύπη
αφή που χάθηκε
αφού οι ρώγες στα δάχτυλα κάηκαν
κι ούτε δακτυλικό αποτύπωμα πια
στη ζωή μου απ’ το κορμί σου
μονάχα μια εξορία- ξενητιά
κι ο πόνος, ακαθόριστη οδύνη
Κι όμως κάποτε πέρασε απ’ τη ζωή μου η ηδονή
κι είχε το πρόσωπό σου.
ό,τι κάποτε είχα σώμα, ψυχή
πέρασες και το πήρες φεύγοντας
κι εκεί που ήταν κάποτε
χέρια, πόδια και στήθη
τώρα μόνον ρωγμές πια και μυικοί πόνοι
Αλήθεια αν ξαναρχόσουν
πώς θα σε γνωρίσω;
Σάββατο 4 Μαρτίου 2006, Β’ Ψυχοσάββατο,
Του Σπύρου για να βρει τον δρόμο και να ‘ρθεί.
3 Δεκέμβριος 2009 7:55 πμ
3 Δεκέμβριος 2009 7:54 πμ
3 Δεκέμβριος 2009 7:52 πμ
3 Δεκέμβριος 2009 7:44 πμ
3 Δεκέμβριος 2009 7:42 πμ
ΤΟ ΘΑΥΜΑΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟΥ
«όλα λάμπουν, σου λέω, όπως τα μάτια σου όταν ξέρω
πως θέλεις να μου γλύψεις τα χείλη».
Ακόμα τη θυμάσαι, σε ρώτησα’
μα όμως ποτέ δεν την ξέχασα’
ούτε κι εδώ που ήρθα πια
και θα μείνω.
Εδώ θα μείνω. Εδώ που ήρθα’
για πάντα.
«Θεέ μου, πώς λάμπουν όλα! Όπως όταν ήμουν παιδί.
Να πέσω στα γόνατα;»
Μα είσαι στα γόνατα!
Πώς να στο πω’ στα γόνατα
θα είσαι για πάντα.
Κι αυτό το ερωτηματικό
έχει γίνει θαυμαστικό εδώ και καιρό.
Δευτέρα 5 Δεκ. 2005, Θεσσαλονίκη, Πανόραμα
3 Δεκέμβριος 2009 7:41 πμ
ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΜΙΣΟΤΕΛΕΙΩΜΕΝΟ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟ
Όλοι σε κλάψαμε.
Και ο καθένας μας, για κάτι άλλο.
Άλλος, γιατί ήσουν φίλος καρδιακός
Οι περισσότεροι, γιατί ήσουν ο γιατρός τους
Εκείνη η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά
επειδή ήσουν ο άντρας της
Οι συγγενείς, επειδή «έτσι είθισται»
Οι γείτονες, επειδή φοβήθηκαν
αν δεις φωτιά στου γείτονα το σπίτι…
Κανένας δεν μπορούσε, όμως, να καταλάβει γιατί πλάνταζα
Γιατί σαν την τρελή μαζεύω ακόμα,
χρόνια, μήνες, μέρες,
σπυρί- σπυρί και σαν το ζητιανάκι από παντού
και πού να φανταστούν εξάλλου
τον ολοφυρμό της μισοτελειωμένης κίνησης
Όχι, δεν αποχαιρετιστήκαμε σωστά.
Κι ετούτο τον καημό, κανένας δεν θα μπορέσει
τελικά να καταλάβει.
Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2005
Η τέταρτη μέρα μετά από την φυγή του Σπύρου.
3 Δεκέμβριος 2009 7:40 πμ
B’ ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Τώρα θα κλείνεις το ιατρείο
και θα γυρίζει το κλειδί στην πόρτα.
Να ‘ξερες τι λαμπερά αστέρια
βρίσκονται εδώ στην εξοχή
Να βλέπεις που να πέφτουνε
και να μη προλαβαίνεις τις ευχές
Άσχετ’ αν πιάνουνε.
Πάντως, εσύ, όλο εύχεσαι
το Απραγματοποίητο
είναι ο πιο ισχυρός υποθετικός λόγος.
Τώρα γυρίζεις το κλειδί στην πόρτα
πώς ανεβαίνει ο πολυέλαιος στον ουρανό
επάνω δεξιά τρία τέταρτα φεγγάρι
και κάτω ταψί,
λάμπες, λαμπάκια, ένας ολόκληρος γαλαξίας που
αναλήφθηκε στον ουρανό
μαζί με όλα μας τα σχέδια,
μια οφθαλμαπάτη
Ακόμα κι οι φωτογραφίες
μας προδώσανε
Και όσο για τα γράμματα
λες «τα ‘γραψα?»
και τα διαβάζεις πια σαν άλλη.
Όπως και το βιβλίο της ζωής.
Σαν άλλη το αντικρίζεις.
Κι ας το έγραψες!
Τετάρτη 25 Αυγούστου 2004, Μαραθώνας, πίνοντας Τζιν Τόνικ
3 Δεκέμβριος 2009 7:38 πμ
Μαραθώνας, Αύγουστος 2004
«Ποιος ξέρει τι αναλογιζόταν ο Θεός
Καθώς κοίταζε το ραβίνο του στην Πράγα;»
Χ.Λ.Μπόρχες «Το Γκόλεμ»
«Αχρήστεψες τα χρόνια και σ’ αχρήστεψαν,
Κι ακόμα, ακόμα, δεν έχεις γράψει αυτό το ποίημα».
Χ.Λ.Μπόρχες «Ματθαίος ΚΕ! 30)
«Σε τούτη την ολέθρια βραδιά με οδηγούσε
ο λαβύρινθος φτιαγμένος από βήματα
που οι μέρες μου τον πλέκουν από κάποια
μέρα που ήμουν παιδί. Βρήκα επιτέλους
τ’ απόκρυφο κλειδί των χρόνων που ‘ζησα,
τη μοίρα του Φραγκίσκο ντε Λαπρίδα,
το γράμμα που ‘λειπε, το τέλειο σχήμα
που γνώριζε ο Θεός απ’ την αρχή:
στης νύχτας τούτης τον καθρέφτη βρίσκω
το αιώνιο πρόσωπό μου που αγνοούσα.
Να κλείσει τώρα ο κύκλος αναμένω».
Χ.Λ.Μπόρχες «Υποθετικό Ποίημα»
3 Δεκέμβριος 2009 7:35 πμ
3 Δεκέμβριος 2009 8:13 πμ
Mohaki μου γλυκό επειδή εδώ δεν... δεν παίρνεις από το f.b. όπου για ευνοήτους λόγους τα καταφέρνω, κανένα μεσιέ Μπρελ στο επίμαχον άσμα και την Ντιαμάντα μας σε κανα... Καίγομαι (και ψήνω στον πυρετό) λέμε τώρα! Μόχα! Ξύπνα, εγώ νοσώ εσύ τέκνον, κοιμάσαι???
Α και Καλό Μήνα! Μη ξεχνιόμαστε! Κόρες, έτσι και δεν το πάρετε είσηση που λυσσάξατε στο fb πως σας τα άνοιξα τα σχόλια, θα σας τα ξανακλείσω (διότι σημαίνει ότι δεν με διαβάζετε) (που δεν με διαβάζετε) σμουτς (άλεφ εκτός... τάφου) (λέμε τώρα) (αλλά σε λίγες μέρες όμως?) (πλάθω πλάθω κουλουράκια με τα δυο μου τα χεράκια και Νεφέλη και Ντανιέλα, αμέ!) (ροζ!) (Ναι καλέ! Κουλουράκια ροζ!)
Γιατί γράφεις; Ποια ανάγκη σε ωθεί;
Aν δεν τα γράψω, δεν τα καταλαβαίνω όσα ζω. Aσε που όσα χρόνια θυμάμαι τον εαυτό μου, πάντοτε με κυνηγούσε μια ιστορία. Mια ιστορία με τραβάει απ' το μανίκι. Eάν δεν την ακολουθήσω αισθάνομαι ότι δεν ζω, απροστάτευτη, και τόσο ευάλωτη!
Πότε γράφεις; H συγγραφή απαιτεί αφοσίωση. Eσύ μοιράζεσαι σε πολλά.
Kαθόλου δεν αισθάνομαι ότι μοιράζομαι! Διαβάζω και γράφω για τα βιβλία που αγαπώ και από δίψα ανάγνωσης ακριβώς γράφω και ιστορίες. Tο ένα τροφοδοτεί και συμπληρώνει το άλλο, τα δύο μαζί, η απόλυτη ευτυχία, η δική μου Eδέμ.
Aναρωτιέσαι στο βιβλίο «είσαι τελικά όλοι, κανείς ή ο άλλος;».
Eίμαι όλοι, επειδή με μόχθο πολύ τολμώ να πω πως πια είμαι... εγώ.
Kαλύτερα αγάπη ή πάθος;
Πάθος που οδηγεί στην αγάπη! Nεότερη θα σου έλεγα Πάθος! Mεγαλώνοντας ανακάλυψα ότι η αγάπη είναι κάτι τόσο αποκαλυπτικό! Tο Φως είναι στο σκότος του εγωισμού μας, η ταπείνωση που μας οδηγεί στην υπέρβαση και σε ό,τι μεγάλο. Aλλά μονάχα με πάθος, δυστυχώς ή ευτυχώς, έχω μάθει να διαβάζω, να γράφω, να ερωτεύομαι, να ζω.
Kαλύτερα πραγματικότητα ή φαντασία;
Δεν τα ξεχωρίζω. H μισή ζωή μας είναι όνειρο, σκέψεις... H δική μου είναι ιστορίες, αυτές που διαβάζω, εκείνες που γράφω!
Nομίζω ότι πίσω από την αναφορά σου σε άλλους συγγραφείς στα βιβλία σου υπάρχει ένα σκοτεινό σχέδιο; Nα μας «υποχρεώσεις» να διαβάσουμε περισσότερο;
Πάνω απ' όλα η φωτεινή ανάγκη μου να μοιράζομαι ό,τι μαθαίνω και ό,τι αγαπώ! Θεωρώ κάποιους συγγραφείς σχεδόν συγγενείς μου! Πώς γίνεται λοιπόν να μη σας μιλήσω γι' αυτούς!
Κάντε μια βουτιά στο blog της Ελένης Γκίκα: alefmoha.blogspot.com
ΕΡΑΣΤΗΣ ΣΚΥΛΟΣ
Ήταν γραπωμένος στη φούστα της
διέκρινε στα μαύρα μάτια του όλη την αγωνία
μάτια πιστά, εξαρτημένα
μ’ όλη την πίκρα της ανάγκης του
Αυτή το Φως,
Αυτή, Νερό
Αυτή, η αρχέγονη Πείνα του’
μια λαιμαργία υπαρξιακή
γι’ αυτό το πεταμένο κόκαλό της
για ένα της κόκαλο
δαντέλα έγινε στη φούστα της
κι αυτή να επιμένει
«στενός κορσές» πως είναι.
Στενεύει η αγάπη, άραγε;
Τη σκέψη της να φύγει
την κατάλαβε από τον κυματισμό
τη μύρισε στην μπροστινή της πιέτα
σα να σφύριξε ούριος άνεμος
τώρα θα τον αφήσει με τη φούστα σαν πανί
να βολοδέρνει
Κι αυτή γυμνή
ούτε το ύφασμα
ούτε και το παράσιτο,
αυτά τα πιστά μαύρα
αναγκεμένα μάτια
σαν του δαρμένου σκύλου
Πέμπτη 20 Ιουλίου 2006, 2η μέρα στις Εκατό Χουρμαδιές
3 Δεκέμβριος 2009 8:09 πμ